Δυόμισι γερμανικοί θρίαμβοι σφράγισαν αυτή την εβδομάδα, έχοντας ένα βαθύτερο κοινό στοιχείο, παρά το ότι μπορεί να συμβαίνει στην επιφάνεια των πραγμάτων: δείχνουν ότι μία νίκη μπορεί να είναι ευγενής και ελπιδοφόρα γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει ή μπορεί να είναι εξίσου κατ’ ουσίαν αδιάφορη και μάταιη ή, τέλος, ακόμα και εφιαλτική για το μέλλον.
Η πρώτη εκδοχή αυτού του θριάμβου ήρθε από την εθνική ομάδα μπάσκετ της Γερμανίας που έφτασε στην κορυφή κατακτώντας τον ευρωπαϊκό τίτλο του αθλήματος, επικρατώντας της Τουρκίας: οι νίκες στον αθλητισμό έχουν από τη φύση τους θετικό πρόσημο για όλους. Ακόμα και για τους ηττημένους.
Η δεύτερη και η τρίτη εκδοχή όμως ήρθαν από τις κάλπες, όπου τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα και η ανάγνωση της έννοιας «νίκη» και «ήττα» ενίοτε καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής, ιδίως σε εποχές σαν τις τωρινές.
Οι εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία ανέδειξαν νικητή το κυβερνητικό κόμμα, το χριστιανοδημοκρατικό CDU, και μεγάλο ηττημένο, όπως συνήθως πια, το σοσιαλδημοκρατικό SPD. Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό είναι ένα «καλό» αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι ακόμα και για όποιους δεν ψηφίζουν τους Χριστιανοδημοκράτες κινείται εντός του πλαισίου του δημοκρατικού χώρου και, κατά συνέπεια, η νίκη ενός κόμματος εντός αυτού είναι και δική του νίκη – ειδικά σήμερα. Αυτός ήταν ο… μισός θρίαμβος, καθώς το αδήριτο ερώτημα πλέον είναι εάν υπήρξε πράγματι νίκη ή εάν τα αποτελέσματα κρύβουν κάτι άλλο, πολύ πιο μεγάλο και σοβαρό από αυτό που δείχνει απλώς μια ξερή ανάγνωση ενός και μόνο αριθμού.
Εν προκειμένω, συμβαίνει το δεύτερο. Και αυτό που κρύβουν, αν και όχι τόσο πολύ – δεν είναι δηλαδή και κάτι που απαιτεί… μαντικές ικανότητες να το αντιληφθείς και το ίδιο και τη σημασία του –, είναι πραγματικά εφιαλτικό, αλλά είναι αυτό που κυρίως μετράει: ότι στις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία η γερμανική Ακροδεξιά, η AfD, τριπλασίασε διαμιάς τα ποσοστά της.
Η εκλογική αυτή εκτίναξη της AfD, ο αληθινός θρίαμβος και σε αυτό το ομόσπονδο γερμανικό κράτος, έχει τεράστιο πολιτικό βάρος που δεν μπορεί ούτε να κρυφτεί κάτω από τη νίκη του κόμματος του καγκελαρίου Μερτς, ούτε και να εξουδετερωθεί από αυτήν. Αντίθετα, την επισκιάζει ολοκληρωτικά, αλλά και, κάτι ακόμα χειρότερο, δείχνει ότι έχει παραμείνει συμπαγής η βασική πολιτική δεξαμενή, από την οποία πλέον η Ακροδεξιά αναμένει νομοτελειακά να αρπάξει ψηφοφόρους, των οποίων απλώς αναμένεται η σχετική πολιτική ωρίμανση προκειμένου να αρχίσουν να μεταπηδούν μαζικά, και από εκεί, στις τάξεις της. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι Χριστιανοδημοκράτες ήδη διαρρέουν προς την Ακροδεξιά που μπορεί να επικράτησε, αλλά αυτό το κατάφερε με το χαμηλότερο ποσοστό τής εκεί ιστορίας της: δηλαδή και εκεί το «κάστρο» ήδη πέφτει – απλώς ο πάταγος της κατάρρευσης δεν ακούστηκε ακόμα. Οταν όμως ακουστεί, θα είναι εκκωφαντικός, ιδίως αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι η προσέλευση στις κάλπες υπήρξε πολύ υψηλή, ότι δηλαδή οι Χριστιανοδημοκράτες πιθανότατα εξάντλησαν τα όριά τους – άλλωστε η Ακροδεξιά έχει τεράστια απήχηση στους νέους.
Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου INSA Χέρμαν Μπίνκερτ χαρακτήρισε, μιλώντας στην εφημερίδα “Handelsblatt”, το αποτέλεσμα «σημαντικό» για την AfD και προέβλεψε ότι θα την ισχυροποιήσει σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Πόσο; Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτές οι εκλογές έδειξαν ότι η δύναμή της ανέρχεται πλέον, σε ομοσπονδιακή κλίμακα, περίπου στο 33% του εκλογικού σώματος! Και τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, λίγους μόνο μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας κυβέρνησης από το κόμμα του Μερτς, αυτή αποτελεί σαφή έκφραση πολιτικής μειοψηφίας στο εκλογικό σώμα – και η κατάσταση εξελίσσεται επί τα χείρω δυναμικά και ανεπίστρεπτα κάθε μέρα που περνάει, με αυτό το εφιαλτικό 33% να καλπάζει ασταμάτητο, χωρίς φραγμό, στην εξουσία στο Βερολίνο. Και, επίσης νομοτελειακά, στην, υπό διάλυση πλέον, Ευρώπη.







