Οση συμπάθεια και εκτίμηση και αν διατηρεί κανείς για τα πρόσωπα του κυρίου Νίκου Ανδρουλάκη και του Σωκράτη Φάμελλου, ή παρά τη συμφωνία αλλά και την προβληματισμένη διαφωνία με τα κατά καιρούς, ή το τελευταίο διάστημα, λεγόμενά τους δεν παύει να αναρωτιέται με τόση ένταση ώστε η διερώτησή του να γίνεται αναπόφευκτα ερώτηση προς τους ίδιους: Αναγνωρίζουν τόσο υψηλό το επίπεδο των ηθικών ανακλαστικών του λαού, όλων μας δηλαδή, ώστε να πιστεύουν, να φαντάζονται, να λογαριάζουν, να εκτιμούν, να υπολογίζουν (η παράθεση τόσο διαφορετικών ανάμεσά τους ρημάτων, με μια όμως κοινή ηθική απόχρωση, δεν είναι τυχαία) ότι στιγματίζοντας νυχθημερόν την κυβέρνηση ως «γαλάζια συμμορία», «εγκληματική οργάνωση», «καμόρα», ενδέχεται να υπάρξουν οι επιπτώσεις που θα δικαιολογούσε, ή μάλλον θα επέβαλλε, ένας αντίστοιχος ηθικός διασυρμός, δηλαδή μια πλήρης ανατροπή των πάντων;

Επειδή γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά, και ο κύριος Ανδρουλάκης και ο κύριος Φάμελλος ακόμα καλύτερα, πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, δεν είναι σαν να μένουν ανεπίδοτες και μετέωρες οι λέξεις και οι έννοιες που προϋποθέτουν οι τόσο βαριές αυτές κατηγορίες και ότι άλλο οφείλει να είναι το περιεχόμενο μιας θεωρητικά έστω επαναστατικής συμπεριφοράς, σε μιαν εποχή που καθώς ο κόσμος θα είχε στο σύνολό του, ή έστω εν μέρει, εξεγερθεί, θα δικαιολογούνταν οι πιο έντονες και συχνά ακόμη και οι πιο ακραίες αντιδράσεις και άλλο όταν μια εποχή, όπως η δική μας, που, παρά τις φωνές, τις διαμαρτυρίες, τις μεμονωμένες μικροσυγκρούσεις, την αισθάνεσαι ως μια εποχή απαράδεκτα, απάνθρωπα και κυνικά εφησυχασμένη. Οταν μια συνεχής επανάληψη των ίδιων, τόσο αιχμηρά και προσβλητικά καταγγελτικών λέξεων, φτάνει να εισπράττεται όπως η καυστικότερη ειρωνεία, ή ο πλέον δικαιολογημένος ψόγος, από τα αφτιά βαρήκοων – αν μη τι άλλο – ανθρώπων δεν θα όφειλαν να είχαν συνειδητοποιήσει ο κύριος Ανδρουλάκης και ο κύριος Φάμελλος την αναπόφευκτη κατάληξη που έχουν όσα λέγονται απλά για να ειπωθούν – χωρίς να σημαίνει ότι είναι η δική τους περίπτωση – και που δεν είναι άλλη από ένα πλήρες αδιέξοδο;

Θέτουν δηλαδή με τον τρόπο που πολιτεύονται τις προϋποθέσεις για έναν διάλογο προορισμένο να μην καταλήξει πουθενά, αφού όσο οι ίδιοι εμμένουν στο «τροπάρι» τους, τόσο η κυβέρνηση θα δραστηριοποιείται στην επινόηση ενός έστω και ευάλωτου επιχειρήματος, που διατηρεί ωστόσο – φαινομενικά βέβαια – την επίφαση ενός ηθικού πλεονεκτήματος, όπως μια έρευνα σε βάθος χρόνου για οποιοδήποτε σκάνδαλο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Τι διάλογος επί της ουσίας μπορεί να γίνει, όταν με τον τρόπο που θέτουν τις προϋποθέσεις του οι αντιμαχόμενες πλευρές, τον έχουν ήδη καταδικάσει –τον διάλογο – να ξεπέσει σε ένα κουβεντολόι προορισμένο να τροφοδοτεί την περιέργεια και το κουτσομπολιό, δηλαδή τη νοσηρότητα; Το πλέον κατάλληλο δηλαδή κλίμα προκειμένου να εξαερωθεί οποιοδήποτε υπόλειμμα μιας ηθικής στάσης που θα έκανε το σκάνδαλο ως κάτι διαχρονικά αξιόμεμπτο – καθώς και τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό – κάτι που θα ήταν δύσκολο – δεν λέμε αδύνατον – να επαναληφθεί.