Τα σενάρια πρωτοκυκλοφόρησαν λίγο μετά το 28,31% των περσινών ευρωεκλογών. Στα πηγαδάκια του παρασκηνίου λίγοι δεν έβλεπαν ως αναγκαία μια ακόμη αλλαγή του εκλογικού συστήματος – τι κι αν η τελευταία ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020; Η αυτοδυναμία, η οποία έμοιαζε εύκολος στόχος για το 2027 ύστερα απ’ τις εθνικές κάλπες του 2023, είχε γίνει άπιαστο όνειρο. Αρα, μόνο υιοθετώντας τον τακτικισμό στον οποίο ενέδωσαν σχεδόν όλοι οι προηγούμενοι – πειράζοντας τον εκλογικό νόμο – θα είχε η ΝΔ την ευκαιρία να προσδοκά πως θα σπάσει τη μεταπολιτευτική παράδοση των δύο τετραετιών, εκτιμούσαν υπέρμαχοι της ιδέας. Μέσα σ΄αυτόν τον χρόνο μια παρέμβαση στον τρόπο που διεξάγονται οι εκλογές διαψεύστηκε πολλές φορές ον δε ρέκορντ. Αλλά επέστρεψε εξίσου πολλές σαν θέμα των οφ δε ρέκορντ συζητήσεων. Η πιο πρόσφατη πτώση των δημοσκοπικών ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος ξανάνοιξε τα στόματα που εισηγούνται είτε να ανεβεί το όριο εισόδου στη Βουλή από 3% σε 5%, είτε να τροποποιηθεί η μέθοδος με την οποία υπολογίζεται το μπόνους. Η νέα πρόταση που πέφτει τώρα στα τραπέζια το θέλει να συνδέεται με τη διαφορά που χωρίζει το πρώτο από το δεύτερο κόμμα.

Λεπτομέρεια

Οσο μεγαλύτερη είναι η ψαλίδα, τόσο περισσότερες να είναι και οι έξτρα έδρες που εξασφαλίζει ο τυπικά νικητής, δηλαδή. Βέβαια, οι θιασώτες της παραβλέπουν μάλλον βολικά μια σημαντική λεπτομέρεια. Αν η αύξηση στο ελάχιστο εκλογικό ποσοστό που πρέπει να συγκεντρώσει μια πολιτική δύναμη προκειμένου να αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενδέχεται να εκληφθεί σαν απόπειρα της κυβέρνησης να ξαναγράψει τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός της, μια τέτοια φωτογραφική διάταξη για το μπόνους δεν μπορεί παρά να κατηγοριοποιηθεί ως κοπιάρισμα της πιο μικροκομματικής τεχνογνωσίας αναθεώρησης του εκλογικού νόμου. Η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της εστιάζει στη ρεαλιστική αποτύπωση των πολιτικών συσχετισμών στην Ολομέλεια. Ο αντίλογος, όμως, επισημαίνει ότι έτσι το πρωθυπουργικό γραφείο θα παραδεχόταν πόση ανασφάλεια νιώθει για την εξουσία του. Θα επιβεβαίωνε, με άλλα λόγια, όσους λένε ότι δεν εμπιστεύεται πια κανέναν και τίποτα. Ούτε τη γαλάζια πλειοψηφία, ούτε και τις επιδόσεις του Υπουργικού Συμβουλίου (οι οποίες υποτίθεται πως θα επιβραβευθούν στην επόμενη κάλπη). Και σίγουρα ούτε την πειστικότητα του αφηγήματος της θεσμικής του υπευθυνότητας – ή, για την ακρίβεια, ό,τι του απέμεινε από αυτήν μετά τις πρώτες πρωινές ώρες της προηγούμενης Πέμπτης.