Ενα νάιλον κάλυμμα κρατούσε αθέατα όσα βρίσκονταν στην ορχήστρα της Επιδαύρου το βράδυ της περασμένης Παρασκευής. Λες και ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ουαζντί Μουαουάντ δεν ήθελε να δώσει στους θεατές (συνολικά 11.000 μαζί με την επόμενη ημέρα) την παραμικρή νύξη για όσα θα ακολουθούσαν. Στις 21.20 μόνη, αυστηρή και με αποφασιστικές κινήσεις η ηλικωμένη Ευρώπη (η 80χρονη Ισραηλινή, Λεονόρα Ρίβλιν) τράβηξε το κάλυμμα για να αποκαλύψει μια σχολική τάξη στην άκρη ενός βάθρου. Ενα κοριτσάκι (Αντέλ Ρετό-Λεφόρ) – ο οκτάχρονος εαυτός της – άρχισε να εκσφενδονίζει ουρλιάζοντας τις καρέκλες προς το μέρος της, όσο η σύγχρονη εκδοχή της τής ζητούσε να της συμπαρασταθεί για να αποκαλύψει όσα είδε αλλά δεν βρήκε το θάρρος να αποκαλύψει ποτέ: «την ντροπή να είμαστε αυτό που είμαστε, να καταγόμαστε από εκεί που καταγόμαστε, την ντροπή αυτών που μας γέννησαν και αυτών των οποίων χύσαμε το αίμα».

Ο πρόλογος μιας σύγχρονης, επίκαιρης αλλά και διαχρονικής τραγωδίας μόλις είχε διατυπωθεί, όταν τρεις άγνωστες μεταξύ τους νεότερες γυναίκες εμφανίστηκαν σέρνοντας από μια βαλίτσα. Την ίδια στιγμή έκανε δυναμική είσοδο με κόκκινο φόρεμα, μια γόβα στο χέρι και μία στο πόδι – Λουμπουτέν των 1.800 ευρώ, όπως η ίδια επεσήμανε – η ανακρίτρια των Ηνωμένων Εθνών Ασια Φαντιάγκχα (Ντάρια Πισάρεβα) που θύμιζε αμυδρά τους Φύλακες ή τους Αγγελιαφόρους των τραγωδιών με τον μικρότερο, αλλά καταλυτικό ρόλο και τις αφελείς στα όρια του κωμικού ατάκες. Ζητούσε από την Ευρώπη να μιλήσει για τις σφαγές στο Ακσάι Τζάλι Χαντάν ως η μοναδική μάρτυρας, δημιουργώντας την εντύπωση περισσότερο μιας γραφειοκράτισσας που αποζητά μια επιτυχία ακόμη στο βιογραφικό της, ώστε να συνεχίσει να αγοράζει τις γόβες της, παρά έναν άνθρωπο που έχει θέσει ως στόχο ζωής την αποκατάσταση της αλήθειας.

Οι τρεις γυναίκες

Κι αν ως εδώ οι διάλογοι ήταν στα αγγλικά, οι τρεις γυναίκες που κλήθηκαν να συστηθούν με διαφορετικό τρόπο η καθεμία δημιούργησαν μια γλωσσική βαβέλ από ελληνικά, γαλλικά και κεμπεκουά (γαλλικά του Κεμπέκ). Η Μεγάρα – ή Μεγκ (Δανάη Επιθυμιάδη) – μετρούσε τα ντεσιμπέλ στο Ηρώδειο και έβαζε την προστασία του Παρθενώνα πάνω και από την είδηση του θανάτου του πατέρα της. Η μητέρα της είχε αυτοκτονήσει διά απαγχονισμού. Η Ζοβέτ (από το Ζευς, Βιολέτ Σοβό) παραδέχτηκε ότι έχει μια ανεξήγητη φοβία στους σκύλους. Και η Ουεντίχα (Ζιλιέτ Μπινός) καθηγήτρια Αγγλικών δήλωσε την ταυτότητά της μέσω της κατάθεσής της στο δικαστήριο, με κατηγορούμενο τον γιο της Ζακαρί (Ιμάνουελ Σβαρτς), για τον βιασμό και τον φόνο της πρώην αγαπημένης του.

Η Ευρώπη τους αποκάλυψε ότι είναι η βιολογική τους μητέρα και πως η συνάντησή τους οργανώθηκε από την Ασία, καθώς ήταν προϋπόθεση για να μιλήσει για όσα γνώριζε, ώστε «να  βρουν τα θύματα και οι θύτες την ανθρωπιά τους».

Σε ένα συγκλονιστικό flash back οι σκηνές που απεικονίστηκαν με λόγια είναι φριχτές. Μια γενοκτονία. Η οκτάχρονη Ευρώπη ήταν με τους νικητές του Βορρά που σφαγίασαν τους ηττημένους του Νότου. Και ανάμεσα στις σκληρές περιγραφές παραδέχτηκε πως υπέδειξε 18 παιδάκια κρυμμένα στο σχολείο, με αποτέλεσμα να τα κατασπαράξουν τα σκυλιά. Μόνο ο αδελφός της τόλμησε να καταραστεί τη γενιά του για τη σφαγή αμάχων – πριν τον ακρωτηριάσουν και τον σκοτώσουν οι δικοί του – και της ζήτησε να ορκιστεί να «σπάσει τον κύκλο του μίσους».

Σιγά – σιγά όλα άρχισαν να δένουν μεταξύ τους. Το τραύμα της Ευρώπης είχε αποτυπωθεί με διαφορετικό τρόπο στις επόμενες γενιές. Η Μεγάρα απέβαλε διαρκώς. Η Ζοβέτ σε μια συνεδρία υπνωτισμού για να θεραπευτεί από τη φοβία της είδε τα 18 παιδιά να κατασπαράσσονται από τα σκυλιά. Η Ουεντίχα θα βρει λίγο αργότερα το νήμα της με την ανοιχτή πληγή του παρελθόντος, στην αιτία του εγκλήματος του γιου της. Η Ευρώπη παραδέχτηκε πως ήθελε να κάνει 18 παιδιά και να τα σκοτώσει για να εξιλεωθεί. Τα πρώτα τα δολοφόνησε. Στη συνέχεια τα εγκατέλειπε, διότι το έβρισκε πιο οδυνηρό.

Τα «φαντάσματα των αδελφών»

Οι κόρες ούρλιαζαν. Θέλησαν να φύγουν. Μόνο η Ουεντίχα επιχείρησε να βρει ψήγματα αγάπης μέσα στον πόνο της Ευρώπης. Τελευταία που έριξε τη μάσκα της η ψυχρή Ασία, που μέσα από τη θέση της στα Ηνωμένα Εθνη αναζητούσε την αλήθεια για τη σφαγή των προγόνων της καθώς οι δικοί της ανήκαν στον λαό που υπέστη τη γενοκτονία, μάρτυρας της οποίας ήταν η Ευρώπη. Ολες έψαχναν τη λύτρωση, να «θάψουν τα φαντάσματα των αδελφών» μέσα από την αφήγηση, καθώς «δεν υπάρχουν πια πτώματα και χώμα» σε μια σύγχρονη τραγωδία με αναφορές στα διαγενεακά τραύματα κυρίως του οίκου των Λαβδακιδών και λιγότερο των Ατρειδών.

Αναπάντητο είχε μείνει μόνο το αίτιο του φόνου του Ζακαρί. Και ήταν η γιαγιά του που του αφηγήθηκε σκληρές σκηνές βιασμού και φόνου πέντε κοριτσιών από συγγενείς της. Και εκείνος βρήκε στο τραύμα το νήμα του δικού του φρικτού και ανεξήγητου ακόμη και για τον ίδιο εγκλήματος σε μια απολογία-μονόλογο που δεν υστερούσε από έναν ήρωα του αρχαίου δράματος.

Η κάθαρση ύστερα από 135 λεπτά είχε φτάσει. Τίποτα δεν είχε μείνει κουκουλωμένο, όπως το σκηνικό στην αρχή. Οι γυναίκες έχοντας φορέσει τα «ψηλοτάκουνα του πόνου» έκαναν τα τελευταία τους βήματα κι ενώ η μικρή Ευρώπη τραγουδούσε το «Γιουκάλι», υποκλίθηκαν στο κοινό που τις αποθέωσε, μεταξύ των οποίων και ο σχεδιαστής Κριστιάν Λουμπουτέν, που άκουσε αρκετές φορές το όνομά του στην παράσταση.