Μια φορά κι έναν καιρό, ο κόσμος ήταν μεγάλος. Τόσο μεγάλος που όσα συνέβαιναν πέρα από τους ορίζοντές μας, σε άλλους, ήσαν μακρινοί αντίλαλοι μιας διαφορετικής ανθρωπότητας – άνθρωποι κι αυτοί, αλλά άλλοι. Υστερα, με τον καιρό, ο κόσμος μίκρυνε και μας πλησίασε: οι αντίλαλοι έγιναν φωνές κοντινές, λέξεις και πρόσωπα, φωτογραφίες, ρεπορτάζ στις εφημερίδες και απευθείας ανταποκρίσεις στα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, την ώρα που καθόμαστε να φάμε βραδινό. Το «αλλού» δεν συνέβαινε πια στην αθέατη πλευρά της γης, έγινε το παραδίπλα, και οι άλλοι έγιναν οι γείτονες. Κι όταν οι γείτονες φωνάζουν τους ακούς, κι όταν οι γείτονες καίγονται μυρίζεις την καμένη σάρκα.

Ομως τότε έγινε και κάτι άλλο: ενώ κάποτε τον γείτονα τον ήξερες (οι γονείς σου ήξεραν τους γονείς του κι εσύ τον καλημέριζες με τ’ όνομά του, κι όταν έμενες από ζάχαρη του χτυπούσες να σου δώσει μια κούπα και όταν το παιδί του ανέβαζε πυρετό μέσα στη νύχτα σού χτυπούσε μήπως έχεις ασπιρίνη), τώρα είναι ένα ανώνυμο πρόσωπο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Οι γείτονες δεν είναι αυτό που ήταν, έγιναν περαστικοί, άγνωστοι κι αμέτρητοι, κι όταν ακούς τις φωνές τους εσύ δυναμώνεις τον ήχο της τηλεόρασής σου. Ολα τώρα γύρω σου μοιάζουν με το τρελό γαϊτανάκι κάποιου αδιευκρίνιστου «πλησίον», κι εσύ όταν ακούς τις κραυγές κλειδώνεις την πόρτα σου και κοιτάς από το ματάκι. Διότι, αναρωτιέσαι, ποιος κρατά τα κλειδιά εδώ; Ποιος έχει τον έλεγχο; Ποιος ξέρει τι να κάνει; Πάντως όχι εσύ. Σ’ αυτόν τον κόσμο που μίκρυνε, με γείτονες βραχυχρόνιας μίσθωσης που στριμώχνονται ολόγυρά σου σπρώχνοντας και ζητώντας κάτι από εσένα, εσύ αισθάνεσαι ανήμπορος. Ανήμπορος.

Δεν είσαι αναίσθητος, δεν είσαι ανενημέρωτος, δεν είσαι ανεύθυνος. Θέλεις να κάνεις κάτι γι’ αυτόν τον κόσμο. Ναι, προσπαθείς: για την κλιματική αλλαγή που καταστρέφει μπροστά στα μάτια σου όσα θα ‘θελες ν’ αφήσεις στα παιδιά σου, ανακυκλώνεις· για τα ζώα που βασανίζονται με τρόπους αδιανόητους, δεν τρως κρέας· για τους ανθρώπους που βασανίζονται εξίσου αδιανόητα, προσφέρεις συνδρομές και δωρεές. Ψηφίζεις. Διαμαρτύρεσαι. Ομως κάθε βράδυ στις οκτώ ξεχύνεται μέσα στο σαλόνι σου η απόγνωση του κόσμου που τώρα έγινε τόσο μικρός, κι η δική σου ανημπόρια. Βλέπεις τις κατεστραμμένες πόλεις και χώρες, τα πεινασμένα βασανισμένα κορμιά, τα νεκρά παιδιά, τα εγκλήματα – που το ξέρεις, μ’ όποιον τρόπο κι αν στα σερβίρουν, ότι είναι εγκλήματα. Κι αργά – αργά απλώνεται μέσα σου ο παραλυτικός ψίθυρος: και τι μπορώ να κάνω εγώ; Τίποτα, τίποτα. Είμαι ανήμπορος. Και δεν κάνεις τίποτα.

Τα περισσότερα συναισθήματα είναι τόσο κοινότοπα όσο το κακό και οι αιτίες του. Δεν υπάρχει κάτι πρωτότυπο ή δυσεξήγητο στην αδράνεια, ατομική ή συλλογική, μπροστά στα τόσα που εξεγείρουν κάθε ανθρώπινό μας ένστικτο. Ισως όμως δεν έχουμε ακόμα μετρήσει σωστά το κρυμμένο μέσα μας ρήγμα που προκαλεί, το σκίσιμο μιας πεισματικής μας συνείδησης, το κρακ μιας καλά σκεπασμένης ντροπής όταν, ας πούμε, ένα παιδί μας ρωτήσει, «Κι εσύ τι έκανες όταν γίνονταν όλα αυτά;». Στο ποίημά του «Good Advice for Someone like Me» («Καλή συμβουλή για κάποιον σαν εμένα»), ο Λέοναρντ Κοέν λέει, «Αν δεν γίνεις ο ωκεανός, θα έχεις ναυτία κάθε μέρα». Ωκεανός; Ανοησίες, ακούω να διαμαρτύρεται μια φωνή που δεν ξέρω πια αν ανήκει σ’ εμένα ή σε άλλους, αν βρίσκεται μέσα μου, παραδίπλα μου ή πολύ, πολύ μακριά μου: πώς να γίνω ωκεανός, πώς ν’ απλωθώ πάνω στη δυστυχία του κόσμου όλου, πώς να στέρξω, ν’ αγκαλιάσω, να προστατεύσω, πώς να χυθώ μέσα στην ανθρωπότητα και να χυθεί εκείνη μέσα μου; Πώς να κάνω κάτι, με τ’ αδειανά μου χέρια; Πώς να μην ανεχτώ πια, να εξεγερθώ, να σβήσω τις εικόνες, να διατρανώσω «φτάνει» στον παραλογισμό της κάθε φρίκης που, αυτή, ποτέ δεν θα γίνει κοινότοπη; Δεν μπορώ. Κατανοώ τη φωνή, ακούω την αμετακίνητη λογική της. Αλλά μια ναυτία, την έχω.