Η ταβέρνα Λεωνίδας στο Λυγουριό είναι μέρος της εκάστοτε παράστασης στην Επίδαυρο. Ή μάλλον, σαν ένα κοινό φινάλε όλων των παραστάσεων. Εδώ θα συναντηθούν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δημοσιογράφοι, εδώ θα δοθούν συγχαρητήρια (ειλικρινή ή χάριν ευγενείας), θα πεταχτούν μπηχτές, θα γίνουν σχόλια πίσω από πλάτες, θα κρατηθούν (ή και δεν θα κρατηθούν) προσχήματα, θα γίνουν καβγάδες, θα πιστοποιηθεί τι, τελικά, «φάνηκε στο χειροκρότημα». Ενας «θεσμός» συνομήλικος, περίπου, του Φεστιβάλ, σε ένα σκηνικό αναλλοίωτο μέσα στα χρόνια. Η μπροστινή αίθουσα που θα μπορούσε να λειτουργεί και ως ένα φωτογραφικό μουσείο, η πίσω αυλή, σε δύο επίπεδα, με μαρκαρισμένες τις θέσεις. Σε αυτό το τραπέζι κάθονται πάντα οι πρωταγωνιστές και ο σκηνοθέτης της παράστασης, στο άλλο ο Διονύσης Φωτόπουλος, στο δίπλα ο τάδε, στο παραδίπλα ο δείνα. Και οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτό το τυπικό σηματοδοτεί ότι υπήρξε ένα μικρό ή μεγαλύτερο πρόβλημα.

Η ταβέρνα δεν λεγόταν πάντα Λεωνίδας. Υγεία ήταν το πρώτο όνομα του μαγαζιού, αλλά η προσωπικότητα του ιδιοκτήτη του, Λεωνίδα Λιακόπουλου, το καταχώρισε στο όνομά του. Σήμερα ο Λεωνίδας δεν ζει πια («έφυγε» καταμεσής του Φεστιβάλ στις 17 Ιουλίου 2017), η γυναίκα του η Κάκια όμως είναι πάντα ο «στρατηγός» στην κουζίνα και από τα χέρια της περνούν τα θρυλικά πιάτα, όπως τα κεφτεδάκια και το γιουβέτσι. Οι γιοι του Νίκος και Γιώργος έχουν αναλάβει τα υπόλοιπα που δεν είναι απλή υπόθεση. Να υποδεχθείς – κατά κανόνα μετά τα μεσάνυχτα – τόσα άτομα, να κανονίσεις τα ρεζερβέ χωρίς να δυσαρεστήσεις κάποιους, να βρεις θέσεις για περισσότερους από όσους χωράει το μαγαζί, να κρατήσεις ισορροπίες. Εργο τόσο βαρύ όσο και η ιστορία της ταβέρνας. Γι’ αυτό και η φωτογραφία στα σόσιαλ με το χαρτάκι στο τραπέζι που γράφει «reserve» και από κάτω το όνομα του δημοσιογράφου, είναι ένας είδος διαπιστευτηρίου και αναγνώρισης για τους νεότερους συναδέλφους.

Προσωπικές σχέσεις

Με τον Νίκο Λιακόπουλο συναντηθήκαμε στου Λεωνίδα όχι βέβαια σε μέρα παράστασης. Μόλις είχε τελειώσει με τα «πακέτα» που πηγαίνει ο ίδιος στο θέατρο τα βράδια των προβών και είχε ένα άγχος για το πώς θα τους βόλευε όλους την Παρασκευή, αφού δεν είναι μόνο ο «διάδοχος» του Λεωνίδα αλλά έχει αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Παρόλο δε που είναι μεγαλωμένος ανάμεσα σε ηθοποιούς (τον έχει βαφτίσει ο Θάνος Κωτσόπουλος), ουδέποτε πέρασε από το μυαλό του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το θέατρο. Είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο Δημοτικό του Λυγουριού αφού πλέον ο Λεωνίδας λειτουργεί μόνο την περίοδο του Φεστιβάλ. «Νομίζω ότι ο πατέρας μου, παρόλο που αγαπούσε πολύ τους ηθοποιούς, απέτρεψε, με διακριτικό τρόπο, τόσο εμένα όσο και τον αδερφό μου να ακολουθήσουμε αυτή τη δουλειά. Από τη συναναστροφή μας με ανθρώπους του θεάτρου, ωστόσο, έχουμε και οι δύο αναπτύξει ένα ταλέντο στην επικοινωνία», λέει. Ομως η βιωματική γνώση του τον έχει κάνει όχι μόνο άριστο γνώστη του θεάτρου αλλά και «ανιχνευτή» των συνθηκών της επιτυχίας ή αποτυχίας μιας παράστασης.

Δεν θυμάται την πρώτη παράσταση που είδε στη ζωή του, θυμάται όμως την πρώτη στην οποία έλαβε μέρος, το 1973, σε ηλικία εννέα ετών. «Οιδίπους Τύραννος» με τον Μάνο Κατράκη και την Αλέκα Κατσέλη (τριάντα δύο χρόνια αργότερα, ο γιος του Λεωνίδας «πρωτοέπαιξε» στην Επίδαυρο, επίσης στον «Οιδίποδα», με τον Γιώργο Κιμούλη).  Δεν του έκανε, τότε, εντύπωση διότι είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε ηθοποιούς. Για παράδειγμα, η Κάκια Παναγιώτου τον πρόσεχε όταν η συνονόματή της μητέρα του έμπαινε στην κουζίνα να μαγειρέψει. Από την Κατίνα Παξινού έχει μία αχνή ανάμνηση, θυμάται ωστόσο ότι κάθε φορά που της πήγαινε κάτι στο τραπέζι, του έδινε ρεγάλο ένα δεκάρικο. «Αυτή που αγαπούσα πολύ όμως ήταν η Ελένη Χατζηαργύρη. Την είχα σαν δεύτερη νονά. Οταν, μικρό παιδάκι, έκλαιγα, δεν ήμουν καλά, με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε βόλτα γύρω γύρω στο μαγαζί για να ηρεμήσω».

«Είμαστε ένας πολύ τυχερός τόπος»

Από το τραπέζι μας περνάει και κάθεται για λίγο μαζί μας η σύζυγός του Σοφία Καψάλη, επίσης γέννημα θρέμμα του Λυγουριού και, σήμερα, φιλόλογος στο τοπικό λύκειο. Μου λέει κι εκείνη ότι οι ηθοποιοί, τότε ακόμη που νοίκιαζαν δωμάτια στα σπίτια του χωριού, έφερναν κάθε χρόνο στα παιδιά βιβλία (τον «Τρελλαντώνη» τον είχε διαβάσει, μέσα σε έναν χειμώνα, δέκα φορές μέχρι να της φέρουν καινούργιο βιβλίο το επόμενο καλοκαίρι) και οι πρωταγωνίστριες έδιναν στα κορίτσια τα άδεια μπουκάλια από τα αρώματα και τα καλλυντικά τους, με τα οποία εκείνα έπαιζαν παριστάνοντας τις ηθοποιούς. «Είμαστε ένας πολύ τυχερός τόπος», συμπληρώνει ο Νίκος. «Σκέψου ότι, από το 1954, σε ένα απομονωμένο χωριό άρχισαν να έρχονται όλοι οι κορυφαίοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Πού αλλού στην Ελλάδα συνέβη αυτό; Τότε ακόμη που στην Επίδαυρο έπαιζε μόνο το Εθνικό, από τις αρχές Ιουλίου έρχονταν οι ηθοποιοί όλων των παραστάσεων και έκαναν πρόβες εναλλάξ. Εμεναν στα σπίτια μας, τουλάχιστον έναν μήνα. Αυτό είναι μεγάλη τύχη για ένα χωριό. Οι άνθρωποι εδώ ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές, δεν είχαν παιδεία. Και ξαφνικά μπήκε στη ζωή τους το αρχαίο δράμα. Που μπορεί να μην ήξεραν τι ακριβώς είναι, αλλά καταλάβαιναν ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό. Και πήγαινε στο θέατρο, από τις πρόβες κιόλας, όλη η οικογένεια, μαζί με τα παιδιά, διότι διαισθάνονταν ότι έπρεπε να βρίσκονται εκεί, ήταν κάτι που δεν έπρεπε να χάσουν, τους μάγευε αυτό που έβλεπαν. Στην πρώτη παράσταση που έγινε στην Επίδαυρο, το 1938 – απόγευμα, διότι δεν υπήρχαν ακόμη φώτα –, στην “Ηλέκτρα” με την Παξινού, την Παπαδάκη και τον Κωτσόπουλο, πήγαν 3.500 θεατές. Πόσοι να είχαν έρθει από την Αθήνα; Ολοι σχεδόν ήταν κάτοικοι της περιοχής. Ετσι οι άνθρωποι εδώ καλλιέργησαν μια βιωματική παιδεία».

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 που έχει τις πρώτες του συνειδητές αναμνήσεις έως σήμερα, έχουν περάσει από τα μάτια του Νίκου Λιακόπουλου πενήντα χρόνια και τέσσερις γενιές ηθοποιών. Συζητάμε για τις αλλαγές στα ήθη και τις συμπεριφορές και μου λέει ότι είναι τεράστιες. «Οι ηθοποιοί της πρώτης γενιάς έμεναν όλοι στο Λυγουριό, ζούσαμε την καθημερινότητά τους. Πρώτα απ’ όλα, κατά τη διάρκεια των προβών, δεν πήγαιναν για μπάνιο. Το απαγόρευαν οι σκηνοθέτες. Οι παραστάσεις ήταν Σάββατο και Κυριακή και τη Δευτέρα πήγαιναν όλοι μαζί, με ένα αγροτικό με κλούβα, στο Ναύπλιο για παγωτό. Μάλιστα πήγαινε και ο πατέρας μου μαζί τους. Υπήρχε λοιπόν μια πιο ζεστή επαφή. Τώρα έχουν σκορπιστεί. Αλλος μένει στο Ναύπλιο, άλλος στην Επίδαυρο, άλλος στο Λυγουριό. Και έχει αλλάξει και η νοοτροπία. Εχει μπει στο παιχνίδι η τηλεόραση που δημιουργεί σταρ, τα σόσιαλ μίντια. Σίγουρα και οι νέοι ηθοποιοί αγαπούν πολύ το θέατρο, τους ενώνει η παράσταση, αλλά δεν είναι όπως παλιά που κάθονταν όλοι μαζί και έπαιζαν, μέχρι το πρωί, μπιρίμπα. Ομως όλοι έχουμε αλλάξει, έχει αλλάξει η ζωή. Δεν έχουμε πια τους ίδιους ρυθμούς ούτε την ίδια συνοχή ανάμεσά μας».

Περίοδοι ακμής και παρακμής

Θυμάται τις περιόδους ακμής αλλά και παρακμής του κορυφαίου θεατρικού θεσμού, το τέλμα στο οποίο είχε βυθιστεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν παίζονταν τα ίδια και τα ίδια και είχε πια κουράσει. Και θεωρεί σωτήριο το «άνοιγμα» που έγινε στη συνέχεια και επέτρεψε να παίξουν στην Επίδαυρο το ΚΘΒΕ, ο Κουν, το Αμφι-Θέατρο του Ευαγγελάτου. «Για χρόνια και ειδικά επί χούντας, δεν γινόταν τίποτα καινούργιο στο Φεστιβάλ. Το 1969, σε μία “Ηλέκτρα” του Μουζενίδη  με το Εθνικό, είχαν βάλει κάπως πιο μοντέρνα κοστούμια και έγινε χαμός. Αναγκάστηκαν να τα πάρουν πίσω και ξαναφόρεσαν τις χλαμύδες».

Και η πιο επεισοδιακή παράσταση που έχει ζήσει; Η απάντηση έρχεται αυθόρμητα. «Λάνγκχοφ. Στις “Βάκχες” το 1997. Με κρεμασμένα κρέατα στο σκηνικό και τον Χατζησάββα ολόγυμνο. Οι θεατές ωρύονταν, είχε γίνει πανικός. Αυτή νομίζω ήταν που προκάλεσε τον μεγαλύτερο σάλο. Αλλά και η “Μήδεια” του Βασίλιεφ με την Κονιόρδου, το 2008. Επεσε κι εκεί πολύ γιούχα λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας και του ότι μιλούσαν σε πολλές γλώσσες. Αφού κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο Νίκος Ψαρράς είπε προς τους θεατές: “Ελεος, βρε παιδιά”. Μάλιστα, επειδή ήταν συμπαραγωγή Εθνικού και Φεστιβάλ, ο Λούκος που ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής, έχοντας δει την τζενεράλε, δεν πήγε στην πρεμιέρα. Ηρθε εδώ να φάει κατά τις εννιά και πριν από τις εντεκάμισι είχε φύγει… Πάντως εγώ δεν εγκρίνω αυτές τις συμπεριφορές στην Επίδαυρο. Αν δεν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, σηκώνεσαι και φεύγεις». Αυτές οι «αντάρες» συνεχίζονται και μετά, στον Λεωνίδα; «Ε, βέβαια. Μεταξύ κρασιού και κεφτέ, γίνονται μάχες. Και τα βλέμματα κι οι σπόντες πάνε κι έρχονται. Βέβαια, υπάρχουν και ευτυχείς βραδιές. Οπως στη φετινή παράσταση του Μαρμαρινού. Που χαλάρωσαν και έμειναν εδώ μέχρι τις έξι το πρωί».

Η εμπειρία και η διαίσθηση

Με την εμπειρία μιας ζωής, ο Νίκος Λιακόπουλος διαισθάνεται αμέσως αν μια παράσταση θα αφήσει, τελικά, καλές εντυπώσεις. «Το καταλαβαίνω με το που φτάνει ο θίασος. Είναι το κλίμα που υπάρχει μεταξύ των ηθοποιών, πόσο καλό team είναι, πώς λειτουργούν ως ομάδα. Και οι πιο κρίσιμες παράμετροι που επηρεάζουν, κατά τη γνώμη του, την αποδοχή που θα έχει από το κοινό μια παράσταση; «Πρώτα απ’ όλα η διάρκεια. Από μία ώρα και σαράντα λεπτά έως μία και πενήντα, άντε δύο ώρες με το ζόρι. Επίσης πολύ σημαντικό, το να έρχεται έτοιμος ο σκηνοθέτης. Αν αρχίσει να αλλάζει τη μια μέρα το ένα, την άλλη μέρα το άλλο, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος και το αποτέλεσμα δεν θα είναι καλό. Υπήρξαν περιπτώσεις που σκηνοθέτες, στην πρώτη πρόβα εδώ, άλλαξαν το σκηνικό. Και απαραίτητα, σεβασμός στον χώρο. Δεν έχει να κάνει με τα ρούχα ή τα σκηνικά αλλά με το να μην προσβάλλει, να μην “πληγώνει” η παράσταση το μνημείο».

Στο τραπέζι μας κάθονται και ο αδερφός του Γιώργος, η μητέρα του η Κάκια που η απλότητα και η αμεσότητά της εκπέμπουν ένα σπάνιο είδος «μεγαλειότητας». Μιλάμε για παραστάσεις, για τα χούγια του μπαμπά Λεωνίδα που ήταν πάντα στο πλευρό των ηθοποιών, για το νόημα της Επιδαύρου που είναι η αλήθεια της. «Η Επίδαυρος δεν σηκώνει το ψέμα και το δήθεν», μου λέει. «Τα αποβάλλει αμέσως». Και διαπιστώνω ότι αυτός ο άνθρωπος αγαπάει το θέατρο περισσότερο απ’ ό,τι το αγαπούν αρκετοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες.