Ενα μεγάλο γαλλικό περιοδικό δημοσίευσε πρόσφατα ένα αφιέρωμα με τίτλο «Στο μυαλό των ψηφοφόρων της Αριστεράς».
To αφιέρωμα στηρίζεται σε «αποκλειστική έρευνα» της εταιρείας δημοσκοπήσεων Ipsos και του Ιδρύματος Ζαν Ζωρές που είναι μια σημαντική δεξαμενή σκέψης της γαλλικής Αριστεράς (Le Nouvel Obs, 5-11/6).
Σημειώνει κατ’ αρχάς ότι ο Μακρόν «έσπασε το παλιό σύστημα Δεξιά – Αριστερά», ακόμη κι αν τώρα τον βρίζουν και οι μεν και οι δε.
Παρατηρεί στη συνέχεια ότι η Αριστερά έχει χάσει τη σχεδόν ταυτοτική πίστη της «σε καλύτερες μέρες» και «την ελπίδα». Οτι βυθίζεται απλώς στο αδιέξοδο του «τίποτα δεν πάει καλά». Και καταλήγει πως δεν υπάρχει επιστροφή «χωρίς έναν ισχυρό αντίλογο απέναντι στον λαϊκισμό της Ακρας Δεξιάς».
Εως εδώ θα έλεγα ότι διαβάζουμε κάπως κανονικά πράγματα.
Η συνέχεια. Τι θα μπορούσε να είναι αυτός ο αριστερός «ισχυρός αντίλογος»; Οι ψηφοφόροι ονοματίζουν «την υπεράσπιση των αθέατων», «την εξουσία στη ζωή» και «την πολιτική διαφορετικά».
Ολη την μπουρδολογία δηλαδή που ανακυκλώνει μια Αριστερά υπό κατάρρευση παντού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ακόμη και για την οικολογία αναρωτιούνται «αν πρέπει να αποσυνδεθεί το περιβαλλοντικό διακύβευμα από το κοινωνικό ζήτημα». Ή αν «η ριζοσπαστική οικολογία» είναι «συμβατή με τον καπιταλισμό».
Υποθέτω πως σε όλες τις λαϊκές γειτονιές του Παρισιού κάτι τέτοια συζητούν όταν γυρίζουν από τη δουλειά.
Συμπέρασμα; Αν αυτό λέγεται «ισχυρός αντίλογος στον λαϊκισμό της Ακρας Δεξιάς», τότε πολύ φοβούμαι πως η Ακρα Δεξιά έχει μπροστά της πολλές μέρες ανέμελης ευτυχίας.
Παρουσίασα αυτήν την έρευνα διότι θα μπορούσε να έχει γίνει και στην Ελλάδα χωρίς μεγάλες διαφορές. Ούτως ή άλλως, η μπουρδολογία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό κάθε αριστερής δοξασίας.
Και γι’ αυτό ακριβώς ο εαυτός της Αριστεράς είναι το πρόβλημα. Δεν είναι η λύση.
Τις ίδιες μέρες που δημοσιευόταν η παραπάνω έρευνα στη Γαλλία, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η 2η Διεθνής Διάσκεψη του Ινστιτούτου Τσίπρα (10/6).
Εκεί, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σήμανε ένα σάλπισμα επιστροφής αλλά στο ίδιο μοτίβο ηθικής και ανώδυνης τελεολογίας.
Διακήρυξε «από τη μία η πατρίδα μου, από την άλλη τα πλούτη τους». Ζήτησε από τους φίλους του «να αντισταθούν και να αντιμετωπίσουν τον φόβο με ελπίδα» και να δημιουργηθεί ένα «κράτος με αναπτυξιακούς στρατηγικούς στόχους».
Λες κι οι απέναντι θέλουν ένα κράτος υπανάπτυξης και ανερμάτιστο.
Χρειάζεται συνεπώς κατά τον πρώην πρωθυπουργό «ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει», όπως και «ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό κύμα που θα συνενώσει αποτελεσματικά τα πολύχρωμα κινήματα αντίστασης».
Περιμένοντας το κύμα όμως δεν είναι σαφές τι ακριβώς χρειάζεται να κάνουμε. Εκτός ίσως από κάποιο «κίνημα αντίστασης».
Αλλά και πάλι, αντίσταση σε ποιους; Στους «φονιάδες των λαών»; Στον Μητσοτάκη; Ή μήπως έχουμε κατοχή και πρέπει να φωνάξουμε το ΕΑΜ;
Ολα αυτά, τα εκεί και τα εδώ, έχουν έναν κοινό παρονομαστή.
Μια απίστευτη σύγχυση. Κανείς δεν λέει κάτι συγκεκριμένο και συγκροτημένο που να απευθύνεται αξιόπιστα και κατανοητά στους απλούς ανθρώπους. Αριστερό ή δεξιό, δευτερεύον ζήτημα.
Μαζί με μια αφόρητη φλυαρία. Σε σημείο που υποψιάζεσαι ότι όσο λιγότερα έχουν να πουν, τόσο περισσότερο δεν βάζουν γλώσσα μέσα.
Δεν θα το κουβεντιάζαμε το θέμα αν αφορούσε μόνο την Ελλάδα ή μόνο τη Γαλλία ή μόνο τον Τσίπρα. Αλλά τους αφορά όλους.
Για να καταλήξουμε ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. Οτι αυτού του είδους η Αριστερά είναι σήμερα το πρόβλημα. Δεν είναι η λύση.
Στις 8 και 9 Ιουνίου πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία πέντε δημοψηφίσματα κυρίως για εργασιακά και μεταναστευτικά ζητήματα.
Τα δημοψηφίσματα προκλήθηκαν όλα από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Και απορρίφθηκαν όλα.
Ξέρετε γιατί; Από αδιαφορία.
Μόλις το 30,6% των Ιταλών πήγε να ψηφίσει, πολύ κάτω από το κατώτατο συνταγματικό όριο που χρειάζεται για να θεωρηθεί έγκυρο το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος.
Ο γενικός γραμματέας της CGIL (ιταλική συνομοσπονδία εργασίας) Μαουρίτσιο Λαντίνι κι από τους πρωτεργάτες της αποτυχημένης διαδικασίας δήλωσε μετά τα αποτελέσματα ότι «η πολιτική κουλτούρα αυτού του είδους είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία» κι ότι ζούμε «προφανώς δημοκρατική κρίση» (10/6).
Καμία σχέση, φυσικά. Ούτε η πολιτική κουλτούρα, ούτε η δημοκρατία, φταίνε αν οι επιδιώξεις κάποιων συνδικαλιστών δεν αγγίζουν τις έγνοιες και το ενδιαφέρον ενός λαού.
Οι Ιταλοί δεν πήγαν να ψηφίσουν απλώς επειδή θεώρησαν ότι δεν είχαν λόγους να πάνε να ψηφίσουν. Τόσο απλό.
Ελλείψει λοιπόν πραγματικού κοινωνικού σώματος, η Αριστερά μεταμορφώνεται σε ένα είδος πλανόδιας ευαγγελικής επαγγελίας.
Περιμένει το κύμα που υπόσχεται ο Τσίπρας για να έλθει και να τα μαζέψει όλα. Κάτι σαν τη «Δεύτερη Παρουσία» του Γέιτς.
Δεν είναι αυτό όμως που συμβαίνει στις κοινωνίες μας. Και μάλιστα σε κοινωνίες που έχουν μείνει μετέωρες έπειτα από βεβαιότητες δεκαετιών και αναζητούν κυρίως σημεία ασφάλειας.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν το κύμα καθυστερεί. Κι ούτε έχουμε καμία ένδειξη ότι κάποια στιγμή θα προκύψει.
Εν τω μεταξύ όμως η ευαγγελική επαγγελία δεν είναι πολιτική κι ούτε υπάρχει περίπτωση να ανατεθεί η διακυβέρνηση μιας δημοκρατίας σε ερασιτέχνες ιεροκήρυκες.
Η υπόθεση θυμίζει εκείνη την ιστορία τους προηγούμενου αιώνα με τους αγωνιστές που μαζεύονταν και περίμεναν να έλθει ο σοσιαλισμός.
Μια μέρα είδαν περιχαρείς να τους πλησιάζει ένα φως από το βάθος του τούνελ.
– Και μετά τι έγινε;
– Τελικά το φως ήταν το τρένο. Πέρασε και τους πλάκωσε!







