Ανάθεμα αν ήξερα γιατί μου είχε κωλύσει απ’ το πρωί το τραγούδι του ως άνω τίτλου. Επινα καφέ, περπάταγα, διάβαζα, έτρωγα, εκεί ο μέσα μου εαυτός, να τραγουδάει τα πεντοχίλιαρα και τα πετσετάκια. Η αλήθεια είναι (κι αυτό ήταν μια ένδειξη που κακώς δεν της έδωσα την προσοχή που άξιζε), ότι ενώ τον στίχο όλον τον υποτονθόριζα (μουρμούριζα για τους πιο νέους αναγνώστες, αν διαθέτω και κανέναν) στο «πετσετάκια» του ‘δινα και καταλάβαινε.

Στο φινάλε είπα δεν θα σκάσω κιόλας να βρω από πού μου ‘ρθε το άσμα, όπως ήρθε και θα φύγει. Οπως κι η ζωή άλλωστε, μην τα ξαναλέμε τώρα, μην επαναλαμβανόμεθα, αυτό είναι αξίωμα. Κάποια στιγμή το απόγευμα έβαλα ένα μακό, το μπανιερό και κίνησα για παραλία. Βρήκα εκεί μια ξαπλώστρα, άπλωσα την πετσέτα και… Να ‘το. Πετσέτα. Από κει μου ‘ρθε και μου κατσικώθηκε στη γλώσσα το ρεφρέν. Από το «Κίνημα της Πετσέτας». Μάλιστα, τώρα εξηγούνται όλα. Πετσέτα, πετσετούλα, πετσετάκι, πετσετάκια. Βγήκε. Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Οχι ότι έχω τίποτα εναντίον του κινήματος και το καταδικάζω, το αντίθετο μάλιστα. Το επικροτώ. Αλλωστε τι είμαι εγώ που θα δικάσω; Ούτε πρωινή εκπομπή έχω, ούτε twitter, ούτε facebook, να βγάλω μια απόφαση εκεί να τους στείλω στην αγχόνη να τους πάρει ο διάολος και να τους σηκώσει.

Δίκιο έχουν οι άνθρωποι. Είναι δυνατόν να παίρνει ο άλλος μια άδεια για 30 τετραγωνικά και να ξαπλωστρώνει μιαν αμμουδιά μισό χιλιόμετρο, και να μην έχεις όχι μέρος να κάτσεις, ούτε να περάσεις δεν υπάρχει μια δίοδος, ένα μονοπατάκι, μια ατραπός να βγεις στη θάλασσα. Μπράβο τους και ξαναμπράβο τους κι απ’ ό,τι έμαθα προχτές τα καταφέρανε, πήρανε την Πάρο. Αντε με το καλό να πάρουν και τη Νάξο, τη Χίο, τη Μυτιλήνη και μακάρι να φτάσουν να πάρουν μέχρι και τη Μύκονο που είναι πιο δύσκολη κι από την Κορυτσά και από το Τεπελένι. Αλλο σκέφτομαι εγώ τώρα. Πες ότι τα καταφέρανε και περιορίσανε αμπρέλες και ξαπλώστρες στα μέτρα που τους ανήκουν. Είστε σίγουροι ότι όλη η υπόλοιπη παραλία θα γεμίσει με οικογένειες, ζευγάρια, παιδιά, μαγκούφηδες, γραίες, νιες πάνω σε πετσέτες κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια; Πάνχλωμο το βλέπω. Φλουρί. (Επειδή μας ξέρω, διότι Ελληνας κι εγώ), άλλο φοβάμαι.

Οτι οι περισσότεροι λουόμενοι επειδή και την ξαπλώστρα τους τη θέλει ο κώλος τους και την αμπρέλα τους την ακούνητη την μπετοναρισμένη, και τη μουσικούλα τους να τους ζαλίζει το μυαλό, και το ποτάκι τους, το ντρινκ τους, το κοκτέιλ τους, και την μπιρίτσα, το τοστάκι και όλα τα σκατολοΐδια που θα τους φέρνει το γκαρσόνι να σαβουρώσουνε, εκεί να δεις τι έχει να γίνει. Ουρές θα κάνουν να αδειάσει μια θεσούλα να τη χρυσοπληρώσουν μέχρι και πεντοχίλιαρο (παρ’ όλο που δεν είναι πετσετάκι) θα δίνουν για να τους βάλουν μια παράνομη ξαπλώστρα να κουραδιαστούνε απάνω να κάνουν τη μέγκλα τους. Κι άσ’ τους δυο – τρεις λιγούρηδες να ξεροψήνονται νόμιμα στον ήλιο.

Και τότε, εδώ είμαστε και θα το δούμε, θα γεννηθεί ένα άλλο μεγάλο, δυνατό και ρωμαλέο Κίνημα. Το «Κίνημα Παράνομη Ξαπλώστρα» και ξερό ψωμί. Εκεί θέλω την (έστω και ανύπαρκτη) αντιπολίτευση. Ποιανού το μέρος θα πάρει. Με ποιον θα είναι; Με τον λαό που θέλει το παράνομο ή με τον φιλελέ ιδιοκτήτη που εφαρμόζει πιστά τον νόμο;