Ο πόλεμος αυτός πρέπει να τελειώσει αμέσως. Και υπάρχουν τρεις τρόποι να συμβεί αυτό. Ο ένας είναι να γίνουν δεκτές όλες οι απαιτήσεις του εισβολέα, να αρχίσει δηλαδή σταδιακά η επιστροφή της Ευρώπης στην προ του 1989 εποχή, έστω και χωρίς το Τείχος. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ήττα της δημοκρατίας από τα όπλα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Ο δεύτερος τρόπος είναι να επιδιωχθεί η συντριβή της δύναμης που άρχισε τον πόλεμο, συνοδευόμενη από την ανατροπή του ηγέτη της. Κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο αντιπαραγωγικό, καθώς θα οδηγούσε σε ένα νέο Ιράκ, αλλά και ανέφικτο, δεδομένου ότι ο πρόεδρος Πούτιν έχει πρόσβαση στο κουμπί των πυρηνικών όπλων και, αν δεχθεί ασφυκτική πίεση, μπορεί να παρασύρει μαζί του στον όλεθρο και όλο τον πλανήτη.

Μένει ο τρίτος τρόπος: να αντιληφθεί ο ρώσος πρόεδρος ότι το κόστος της καταπάτησης των συνθηκών και του διεθνούς δικαίου είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αποφέρει η κατάληψη ενός εδάφους ή, πολύ περισσότερο, η διάλυση μιας χώρας. Και να προσέλθει με καλή πίστη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ώστε να επέλθουν συμβιβασμοί, να δοθούν εγγυήσεις και να εξασφαλιστεί ένα βιώσιμο μέλλον για όλους.

Για να εκπληρωθεί αυτός ο στόχος, για να υπάρξει δηλαδή ένα έντιμο τέλος του πολέμου και να σταλεί κι ένα μήνυμα σε όσους ονειρεύονται ανάλογες περιπέτειες, πρέπει το μέτωπο της Δύσης, ή καλύτερα το μέτωπο της δημοκρατίας, να παραμείνει αρραγές. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο όταν απειλούνται τα συμφέροντα των ευρωπαίων πολιτών, όπως δείχνει το χάος με τα συμβόλαια του ρωσικού φυσικού αερίου. Είναι όμως αναγκαίο όταν διακυβεύονται οι ανθρώπινες αξίες και τα θεμέλια του πολιτισμού.

Είναι εύκολο να φωνάζουμε «Είμαστε όλοι Ουκρανοί» όταν βλέπουμε τα πτώματα στις βομβαρδισμένες πόλεις και τα απελπισμένα πρόσωπα των προσφύγων. Το δύσκολο είναι να το αποδεικνύουμε στην πράξη.