Στο τελευταίο βιβλίο του ο Μισέλ Φάις επανέρχεται σε ένα έργο με διακριτό ρόλο στο βιβλίο του «Πορφυρά γέλια»· εκεί οι «Βάκχες» πλαισίωναν την παραφορά, τη σύγκρουση και την πτώση του κεντρικού ήρωα, αλλά και όσων διασταυρώνονταν με την αιματηρή γραμμή της μεταπολεμικής ιστορίας μας. Ο εξόριστος Ευριπίδης τον ενδιαφέρει ήδη εμμονικά: «Κάποτε του είπα ο Ευριπίδης είναι παντού. […] Ντοντς, Βερνάν, Βιντάλ Νακέ. Δεν είναι μόνο ο Διόνυσος. Μην κολλάς. Είναι και Πενθέας και Κάδμος, και Τειρεσίας και Αγαύη και χορός». Η ολική επαναφορά της τραγωδίας στη «φάρσα αφανισμού» με τίτλο «Caput mortuum (1392)» προβάλλει τώρα μέσα από ένα παλίμψηστο επανεγγραφών: προσεκτικά φιλοτεχνημένη σύνθεση αρχαίων θραυσμάτων, βιογραφίας και μύθου, διάλογος λοξός με την ιστορία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη λίμπιντο, το άγχος της ύπαρξης. Και στον πυρήνα του δράματος η οικογένεια: «ΑΥΛΑΙΑ. Καδμέικο / αυτή η πηχτή, γλυκερή, αηδιαστική / μπόχα σφαγείου».  Ολα αυτά μέσα από συνεχείς εντάσεις, συγκρούσεις, αμφιθυμίες και απεγνωσμένη αναζήτηση νοήματος. Και πώς αλλιώς, αφού στο πιο αμφιλεγόμενο έργο του Ευριπίδη τουλάχιστον δύο ερμηνευτικές θεωρίες αντιμάχονται: η στροφή στον μυστικισμό ενός γέρου που βλέπει το επερχόμενο τέλος ή μια ανελέητη κριτική στη θρησκοληψία, στην εξουσία και στο παράλογο; Οπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι «Βάκχες», με την ανάμειξη ομορφιάς και αποτρόπαιου θεάματος, λυρικής ευαισθησίας και βάρβαρης έκφρασης, είναι το έργο που ταίριαξε στις πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα και μέσα από αυτές αναδύθηκε.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ