Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οταν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν είχε επεξεργαστεί ένα σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, τα κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν προσπαθήσει να πείσουν τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να προωθήσει το αποκαλούμενο Σχέδιο Ανάν στη Βόρεια Κύπρο, επειδή και η ΕΕ το υποστήριζε ενθέρμως. Τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης ήταν αντίθετα με αυτό, επειδή θεωρούσαν ότι ευνοεί τους Ελληνοκύπριους. Ο Ερντογάν ανέλαβε το ρίσκο, όμως, αγνοώντας τη θέση που εξέφραζαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και αποφάσισε να προωθήσει το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο.
Στις 24 Μαΐου 2004, το Σχέδιο Ανάν τέθηκε σε δημοψήφισμα. Οι Τουρκοκύπριοι - πρωτίστως εξαιτίας της στάσης του Ερντογάν - τάχθηκαν υπέρ, όμως οι Ελληνοκύπριοι το καταψήφισαν. Η ΕΕ, παρά το αποτέλεσμα αυτό και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αποδέχθηκε την πλευρά των Ελληνοκυπρίων ως πλήρες μέλος της, αφήνοντας εκτός τους Τουρκοκύπριους. Ο Ερντογάν αισθάνθηκε πως αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια εξαπάτησή του από την ΕΕ. Η συγκεκριμένη απόφαση, έτσι, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη στάση του, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να αναπτύξει μια βαθιά καχυποψία απέναντι στην ΕΕ. Παρά δε τις κατά καιρούς θετικές δηλώσεις, δεν τρέφει ελπίδες ότι πρόκειται κάποτε να αποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος της.
Πρόσφατα, συντελέστηκε μια σημαντική αλλαγή ηγεσίας στις τάξεις των Τουρκοκυπρίων. Η εκλογή του Ερσίν Τατάρ ως προέδρου είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια έντονη αλληλεπίδρασή του με τον Ερντογάν. Η αντίληψή τους, άλλωστε, αναφορικά με την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος είναι εγγύτερη από ό,τι συνέβαινε με όλους τους προηγούμενους ηγέτες. Οι ελπίδες τους για την εγκαθίδρυση μιας δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας έχουν περιοριστεί σημαντικά μετά τις διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά, στις 6 Ιουλίου 2017. Στην επικείμενη συνάντηση της ομάδας των «5+1» που θα πραγματοποιηθεί στη Γενεύη, στις 27-29 του μήνα, οι ελληνοκύπριοι διαπραγματευτές θα βρεθούν πιθανότατα ενώπιον ενός συνομιλητή ο οποίος θα είναι λιγότερο ευέλικτος σε σύγκριση με τον Μουσταφά Ακιντζί. Εφόσον δεν προκύψει κάποιο απτό αποτέλεσμα από τη συνάντηση αυτή, τότε θα ξεκινήσει μια μη αναστρέψιμη διαδικασία απεμπλοκής από όλες τις προηγούμενες παραμέτρους και δεδομένα.
Κάνοντας μάλιστα την κατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη, η συνάντηση ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Τουρκίας και Ελλάδας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αγκυρα έλαβε χώρα μέσα σε μια κάθε άλλο παρά εγκάρδια ατμόσφαιρα.
Ελλάδα και Ελληνοκύπριοι θα καταβάλουν, πιθανότατα, κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να πείσουν την ΕΕ να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία. Η πρότερη εμπειρία δείχνει, όμως, ότι το τουρκικό έθνος είναι ανθεκτικό απέναντι σε τέτοιου είδους κυρώσεις. Στην περίπτωση επιβολής εμπάργκο για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού, η ίδια εμπειρία δείχνει πως τέτοιες ενέργειες βοήθησαν την Τουρκία να αναπτύξει τη δική της αμυντική βιομηχανία.
Σε αυτό το φόντο, μια καλύτερη πολιτική για την Τουρκία και την Ελλάδα, όπως και για τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους, θα ήταν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο μέρισμα που θα μπορούσε να αποδώσει και στα δύο έθνη η ειρήνη. Τούρκοι και Ελληνες πέτυχαν να έχουν μια τέτοιου είδους συνεργασία τη δεκαετία του '30, παρά το γεγονός ότι είχαν εμπλακεί σε έναν από τους πιο σκληρούς πολέμους στην ιστορία τους. Σήμερα, για μία ακόμη φορά, έχουν ανάγκη από ισχυρούς ηγέτες όπως ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος προκειμένου να φέρουν ειρήνη και ευημερία στην περιοχή.
Ο Γιασάρ Γιακίς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και ένα από τα ιδρυτικά μέλη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης