Τον Αύγουστο του 2016 η Σοφία Μπεκατώρου έμπαινε σημαιοφόρος στο στάδιο του Ρίο, στη Βραζιλία. Για άλλη μια φορά στην καριέρα της, έγραφε ιστορία: γινόταν η πρώτη γυναίκα σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Η επιτυχία της, η αγάπη της για την ιστιοπλοΐα ήρθε με προσωπικό κόστος. Για είκοσι χρόνια μάζευε θάρρος για να καταγγείλει τον βιασμό της από έναν εν ενεργεία αθλητικό παράγοντα. Αν δεν ήταν Ολυμπιονίκης, αν ήταν μια απλή, κανονική Σοφία, κανείς δεν θα της έδινε την παραμικρή σημασία.

Η Μπεκατώρου έδωσε το έναυσμα σε όσες βρουν το κουράγιο να μιλήσουν χωρίς φόβο για τη δική τους ιστορία, έσπασε τη συμφωνία της σιωπής πάνω στην οποία βασίζονται οι θύτες για να συνεχίσουν τη ζωή τους ανενόχλητοι. Η γενναιότητά της έδειξε σε όλες εκείνες που στο μέλλον θα βρεθούν στη θέση της πως δεν πρέπει να ντρέπονται. Παράλληλα, όμως, έδειξε τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο ακόμα αντιμετωπίζουμε τη σεξουαλική βία: τις αντιδράσεις ανδρών που δεν έμαθαν ποτέ το όριο της συναίνεσης και τις αντιδράσεις γυναικών που εξαπολύουν τον σεξισμό που υφίστανται σε άλλες γυναίκες. Την υποκριτική υποστήριξη εκείνων που κανονικά γυρνούν την πλάτη στις καταγγελίες και το πλέγμα προστασίας που επιχειρήθηκε να στηθεί από την Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία.

Η Μπεκατώρου μάς χτύπησε το καμπανάκι, σήκωσε το χαλί κάτω από το οποίο κρύβαμε την αλήθεια. Η σεξουαλική βία και ο τρόπος που επιβιώνει σε δομές εξουσίας δεν είναι άβολη υποσημείωση, ούτε σημείο σε προεκλογικό πρόγραμμα που μπήκε για τη βιτρίνα και δεν εφαρμόζεται ποτέ. Ηρθε η ώρα όλοι να γίνουμε καλύτεροι. Γι’ αυτό, τον λόγο τώρα έχουν οι γυναίκες.