Εάν ήσουν μπόμπιρας κατά τη μυθική πλέον δεκαετία του 1960, όλος ο κόσμος γύρω σου ήταν μια αστείρευτη πηγή μυστηρίων και θαυμάτων· καθώς δεν υπήρχε τότε Διαδίκτυο για να γκουγκλάρεις και να βρεις γρήγορα μια πειστική απάντηση, κάθε τι εξαρτιόταν από την προσωπική σου επιμονή και το ταλέντο σου στην έρευνα. Θυμάμαι πως, ούτε επτά χρόνων, κλήθηκα να επιλύσω έναν από τους πιο σκοτεινούς γρίφους της ζωής μου. Η Ρεγγίνα, η θετή μου μητέρα, με είχε στείλει μόνο μου έως το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς (δεν σκανδαλιζόσουν εκείνες τις ημέρες από τη θέα ενός μικρού παιδιού ασυνόδευτου στον δρόμο). Πάνω από το κεφάλι του ψιλικατζή αντίκρισα μια τεράστια επιγραφή με καλλιγραφημένα κεφαλαία γράμματα, γαρνιρισμένα με λουλουδάκια. Συλλάβισα μετά δυσκολίας φωναχτά: «Βέρεσε, βερέσε, βερεσέ (δεν ήμουν σίγουρος πού τονίζεται) από αύριο». Ο ψιλικατζής χαμογέλασε κι εγώ ντράπηκα τόσο, ώστε  δεν τόλμησα να τον ρωτήσω τι σημαίνει αυτό το αίνιγμα. Γύρισα στο σπίτι μου και αποτάθηκα στη Ρεγγίνα, που τύχαινε να είναι και δασκάλα. «Δεν είναι το βερέσε, είναι ο βερεσές», μου εξήγησε με το γλυκό διδακτικό της ύφος· «όταν αγοράζουμε κάτι και δεν το πληρώνουμε αμέσως. Το χρωστάμε».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ