Η αφηγηματική στρατηγική της Σαλομέ οργανώνεται γύρω από τη μιμητική παρουσίαση στερεοτυπικών εικόνων και συμπεριφορών που αφορούν τη γυναίκα, με σκοπό στην πορεία να τις ανατρέψει. Η μέθοδος αυτή απέκτησε μεγάλη απήχηση τη δεκαετία του 1970 (οπότε και πρωτοανακαλύφθηκε μεγάλο μέρος του έργου της Σαλομέ), όταν η βελγίδα φεμινίστρια και θεωρητικός Λις Ιριγκαρέ θα ονομάσει «parler femme» τη διαδικασία μίμησης, που διαπερνά τον ανδρικό λόγο και τον υπονομεύει. Στο δοκίμιό της «Η ανθρώπινη φύση της γυναίκας», η Σαλομέ τονίζει πως η ιδαιτερότητα της γυναίκας, δεν θα πρέπει να ορίζεται μόνο σε σχέση με τον άνδρα και τη σεξουαλική της λειτουργία. Αλλά, άνδρας και γυναίκα οφείλουν να νοούνται ως δυο εκφάνσεις του ανθρώπου, εξαρχής διαφορετικές και ισότιμες.
Ενα πολύ ενδιαφέρον σημείο στη συλλογιστική της Σαλομέ, έρχεται μέσα από την κριτική του πατριαρχικού δυτικού πολιτισμού, όπως τον αποδίδει ο Μαξ Βέρνερ. Η γυναίκα στην πατριαρχία λοιπόν είναι ταυτισμένη με τη φύση, την αναπαραγωγή, το πρωτόγονο ένστικτο. Εχει αποκλειστεί σχεδόν από κάθε συμμετοχή στη δημιουργία πολιτισμού. Ωστόσο αυτή η καθήλωση δεν είναι κατ΄ανάγκη αποτρεπτική για τη Σαλομέ. Η πρόοδος του ανδρικού πολιτισμού, δημιουργεί και αρνητικές συνέπειες. Πρόκειται για ένα σύνολο κανόνων που υπερίπταται των πραγμάτων. Βρίσκεται μέσα στη ζωή, αλλά παράλληλα απομακρύνεται από αυτήν δημιουργώντας συμπλέγματα αποξένωσης. Ως αντίδοτο προτείνεται η ισοδύναμη συμμετοχή του γυναικείου στοιχείου, που κατά τη Σαλομέ συνδέεται με τη φύση και τη ζωή, στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Η «Φένιτσκα» εσωκλείει μια πλειάδα ζητημάτων που κυριαρχούν πλέον στον δημόσιο διάλογο. Σε αδρές γραμμές, η Σαλομέ βαπτίζει τη γυναίκα στη διεκδίκηση της υπόστασής της, χωρίς να αποκλείει κανέναν από το διάλογο.







