Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Covid-19 έχει σκοτώσει προσώρας πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους στον πλανήτη. Πολλαπλάσιοι είναι αυτοί τούς οποίους έχει καταστρέψει επαγγελματικά. Κάποιοι όμως, ελάχιστοι είναι αλήθεια, καβάλησαν πάνω στα κύματα του κορωνοϊού για να εκτοξεύσουν στην κορυφή τις καριέρες τους. Ενας εξ αυτών είναι ο Τεντ (Θοδωρής) Σαράντος. Πατριωτάκι στην Αμερική, γιος σαμιώτη ηλεκτρολόγου που μετανάστευσε στη χώρα των θαυμάτων ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη, αυτοδημιούργητος και «ωραίος τύπος», κατά τα φαινόμενα. Εξαίρεση για τον χώρο των επιχειρήσεων.
Ο Τεντ Σαράντος εσχάτως έγινε εκτός από υπεύθυνος προγράμματος και συν-διευθύνων σύμβουλος του Netflix. Εφτασε στην κορυφή της κορυφαίας εταιρείας νόμιμου streaming (απευθείας μετάδοσης ήχου και εικόνας σε πραγματικό χρόνο δηλαδή). Σίγουρα βοήθησε η εκτίναξη των πωλήσεων και της δημοφιλίας του Netflix στη δύσκολη περίοδο της καραντίνας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης που έζησε ο πλανήτης εξαιτίας του κορωνοϊού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη φυσική επιβεβαίωση του γεγονότος ότι, εδώ και πολλά χρόνια, ο ελληνοαμερικανός μάνατζερ που την ερχόμενη Πέμπτη κλείνει τα 56 χρόνια του, είναι και η «ψυχή» και το «μυαλό» του Netflix.
Για την ακρίβεια ο Τεντ Σαράντος βρίσκεται στην επικαιρότητα εδώ και πάνω από 10 χρόνια - και πάντα για καλό λόγο. Δεν είναι χθεσινός ο Τεντ. Ηδη από το 2013 το περιοδικό «Τime» τον είχε συμπεριλάβει στη λίστα με τους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Είχε προηγηθεί, βέβαια, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στο κύμα της οποίας ο Σαράντος επίσης βρέθηκε καβάλα. Διότι σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων και προσδοκιών του κόσμου για υψηλού κόστους ψυχαγωγία (καλοκαιρινά ταξίδια στο Λονδίνο, ας πούμε, για παρακολούθηση των Proms ή ένα γρήγορο πέρασμα από τo Μπαϊρόιτ για μια - δυο συναυλίες ή νωρίτερα την άνοιξη ένα ταξιδάκι αστραπή στις Κάννες για μια - δυο ταινιούλες ή τέλος πάντων στο αποκαλόκαιρο μια επίσκεψη - προσκύνημα στο Λίντο της Βενετίας), το κάθε «φευγιό» από την πραγματικότητα καλό είναι να περιορίζεται εν οίκω.
Εντάξει, θα πει κάποιος, οι κυνηγοί των διεθνών φεστιβάλ μουσικής και κινηματογράφου σε περιόδους ισχνών αγελάδων που ένεκα της κρίσης οικουρούν, έχουν και άλλες, πιο «κουλτουριάρικες» εναλλακτικές. Αλλά ο κόσμος του Χόλιγουντ και της υπερπαραγωγής έχει το Netflix. Και το Netflix έχει τον Σαράντο, που καταφέρνει να είναι εδώ και χρόνια στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Οχι τόσο λόγω της υψηλής θέσεως και της αδιαφιλονίκητης ισχύος που κατέχει στο δημοφιλέστερο συνδρομητικό δίκτυο του κόσμου, όσο χάρη στην προσωπική του δράση.
Η Netflix είναι μια γιγαντιαία επιχείρηση που έχει πάνω από 50 εκατ. συνδρομητές σε περισσότερες από 40 χώρες, οι οποίοι παρακολουθούν τηλεοπτικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινίες για περίπου… ένα δισεκατομμύριο ώρες κάθε μήνα. Αλλά ο Τεντ Σαράντος δεν βραβεύτηκε γι' αυτό πριν από λίγα χρόνια από το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ στο Μπέβερλι Χιλς. Βραβεύτηκε επειδή αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση φιλελεύθερου πνεύματος και ανεκτικότητας στον κατά κανόνα γκρίζο και συντηρητικό και εσωστρεφή επιχειρηματικό κόσμο των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη (αλλά και στις ΗΠΑ) τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με τον Μπιλ Γκέιτς, τον Γουόρεν Μπάφετ και τον αμφιλεγόμενο πλην ταλαντούχο, δίχως αμφιβολία, Ελον Μασκ. Αυτοί όμως αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα των μάνατζερ. Και ο κανόνας είναι τύποι σαν τον Ρεξ Τίλερσον, τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ExxonMobil και μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών του Τραμπ που ξεσήκωνε τα πλήθη στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων κραυγάζοντας με κυνισμό «μας σιχαίνονται αλλά δεν μας νοιάζει» - παρεμπιπτόντως ακόμα κι αυτός τα βρόντηξε εγκαταλείποντας την ομάδα του αμερικανού προέδρου.
Πώς λέμε Τίλερσον; Πώς λέμε Τραμπ; Καμία σχέση. Ο Τεντ Σαράντος είναι ένας «καλός και τίμιος άνθρωπος», με «αρετές που σπανίζουν στην αμερικανική κοινωνία», όπως είχε σημειώσει ο Τζέφρι Κάτσενμπεργκ εκ μέρους του Κέντρου για την προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων Σιμόν Βίζενταλ (ο Βίζενταλ ήταν διάσημος διώκτης των Ναζί). Παραλαμβάνοντας το βραβείο ο Σαράντος αναφέρθηκε στις φυλετικές προκαταλήψεις που και ο ίδιος βίωσε όταν νυμφεύθηκε το 2009 μια Αφροαμερικανή - πρόκειται για την Νικόλ Εϊβαντ, την οποία ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε διορίσει πρεσβευτή των ΗΠΑ στις Μπαχάμες. Μίλησε και για τις διακρίσεις κατά των ομοφυλοφίλων. Αποκάλυψε, μάλιστα, ότι εσκεμμένα η πρώτη γαλλική ταινία που διένειμε στις ΗΠΑ το Netflix ήταν η «Ζωή της Αντέλ» (ως γνωστόν η Λεά Σεϊντού και η Αντέλ Εξαρχοπουλός υποδύονται δύο λεσβίες).
«Κάποιοι θα πουν ότι οι Εβραίοι βράβευσαν έναν Ελληνα. Εμείς όμως τιμούμε τον άνθρωπο αυτόν επειδή, αν και λέγεται Σαράντος, για μας είναι ένας μεντς» είχε πει ο Τζέφρι Κάτσενμπεργκ (στη γλώσσα των Εβραίων Ασκενάζι «μεντς» σημαίνει «καλός και τίμιος άνθρωπος»). Γεννημένος στο «πουθενά» της Αριζόνας ο Τεντ Σαράντος είναι η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου στην εξιδανικευμένη εκδοχή του. Αυτοδημιούργητος, έφτασε εκεί όπου έφτασε εκμεταλλευόμενος την καλή του τύχη και τον ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα του.
Σπούδασε Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας και ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα δουλεύοντας σε βιντεάδικα, ύστερα μετατρέποντας βιντεοκασέτες σε DVD, ώσπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 πήρε συνέντευξη από τον διάσημο, τότε, από τη σειρά «Λου Γκραντ» ηθοποιό Εντ Ασνερ (είναι σήμερα 91 ετών). Ο Ασνερ σύστησε τον Σαράντος στον κόσμο της βιομηχανίας του θεάματος όχι τόσο ως δημοσιογράφο όσο ως «καλό παιδί για να μιλήσει κανείς». Ετσι τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους…