Στην εποχή της πανδημίας ο φόβος έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου. Μάλιστα, το πέρασμα σε μια νέα φάση, αυτή της μερικής άρσης των περιορισμών και της επιτήρησης για ενδεχόμενο νέο κύμα, δεν αναιρεί τη διάχυτη αίσθηση φόβου, αλλά με έναν τρόπο την επιτείνει, εφόσον πλέον ένα μέρος της διαχείρισής του περνάει στα ίδια τα άτομα που πρέπει να επαγρυπνούν διαρκώς ώστε να «μείνουμε ασφαλείς». Η χρησιμότητα του φόβου ως μηχανισμού κινητοποίησης και ενεργοποίησης έναντι κινδύνων είναι αυτονόητη. Ομως, την ίδια στιγμή κάποιες φορές υποτιμούμε την τοξική διάσταση που έχει ο φόβος. Αναφέρομαι στον τρόπο που λειτουργεί παραλυτικά για την κοινωνική ζωή, τον τρόπο που αποδομεί τη θεμελιώδη κοινωνικότητά μας, αποδιαρθρώνοντας κοινωνικές σχέσεις και χειρονομίες οικειότητας και υπονομεύοντας κρίσιμες συλλογικές πρακτικές που συγκροτούν αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε δημοκρατία, αγωνιστική διεκδίκηση και ιστορική πρόοδο. Ακόμη χειρότερα, ενίοτε ο φόβος ενέχει και τον επιπλέον κίνδυνο μιας παθολογικής προσκόλλησης στους φορείς εξουσίας, ιδίως εάν οι τελευταίοι ρητά ή άρρητα προβάλλουν την εικόνα ότι το τίμημα της προστασίας έναντι κινδύνου είναι ένας αυξημένος βαθμός συμμόρφωσης.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ