Κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 23 Απριλίου, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ετοιμάσει μια συγκεκριμένη πρόταση όσον αφορά τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (ΕΤΑ) για την καταπολέμηση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Η πρόταση αυτή, αποφασίστηκε, πρέπει να συνδέει το νεοϊδρυόμενο Ταμείο με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για την περίοδο 2021 - 2027, ο οποίος, ελέω κρίσης, αναμένεται να υιοθετηθεί από τα 27 κράτη - μέλη της ΕΕ το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, ενώ η έγκρισή του καρκινοβατούσε επί μήνες λόγω ασυμφωνίας ως προς το ύψος του.
Αυτό εμπεριέχει κι ένα άλλο καλό νέο! Το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι εντεταγμένο στο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο, θα το διαχειρίζεται δηλαδή ή θα είναι υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεματοφύλακα των ευρωπαϊκών συνθηκών, θα χρηματοδοτείται, τουλάχιστο εν μέρει, από συνεισφορές των κρατών - μελών της ΕΕ και θα τελεί υπό τον δημοκρατικό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ετσι θα αποφευχθεί η προσφυγή σ' έναν διακυβερνητικό, λιγότερο διαφανή μηχανισμό, όπως είναι ο ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας), καθώς και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διατηρεί απέναντί του ένα μη θεσμικό όργανο της ΕΕ, όπως είναι το Eurogroup. Η Ελλάδα δεν είχε πάντα την καλύτερη εμπειρία στις σχέσεις της με τα δύο αυτά (μη θεσμικά) όργανα της Ενωσης, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, γεγονός που ανέδειξε πρόσφατα και η Ιταλία αρνούμενη να προσφύγει στον ESM, παρότι έχει ήδη αποφασισθεί ότι αυτός θα συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης χαμηλότοκα δάνεια ύψους 240 δισ. ευρώ. Επιπλέον, τα δάνεια αυτά επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος των δανειζόμενων και ήδη υπερχρεωμένων κρατών.
Τα ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά τον σχεδιασμό του Ταμείου, είναι το ύψος των κονδυλίων του, ο τρόπος χρηματοδότησής του και το είδος της στήριξης που θα παρέχει στις χώρες.
Οσον αφορά το ύψος των κονδυλίων, να σημειώσουμε ότι ο συνολικός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός για την περίοδο 2021 - 2027, πριν ενσκήψει η κρίση κορωνοϊού, είχε υπολογισθεί σε περίπου 1 - 1,1 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί λίγο πιο πάνω από το 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ. Δεδομένης της βαθιάς ύφεσης που θα προκύψει, το ύψος του νεοϊδρυόμενου Ταμείου Ανάκαμψης έχει αναφερθεί ότι θα μπορούσε να είναι της ίδιας περίπου τάξης μεγέθους με τον τακτικό προϋπολογισμό της ΕΕ (ίσως και παραπάνω), δηλαδή της τάξης του 1 - 1,5 τρισ. ευρώ. Το τελικό ποσό του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και του Ταμείου δεν έχουν ακόμα καθορισθεί, η παρούσα κρίση όμως σαφώς θα επηρεάσει και το ύψος και τη ταχύτητα της υιοθέτησης τους.
Ενα τόσο θηριώδες ποσό για το Ταμείο ανάκαμψης είναι πάρα πολύ δύσκολο, με τα σημερινά δεδομένα, να χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου από καθαρές συνεισφορές των κρατών - μελών της ΕΕ. Γι' αυτό αναμένεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τις έκτακτες συνεισφορές των κρατών - μελών για τη σύσταση του Ταμείου - εκτός από το να δώσει άμεσες επιχορηγήσεις στις ιδιαίτερα πληττόμενες χώρες - σαν εγγυήσεις προς άντληση πολλαπλάσιου ύψους δανειακών κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, μέσω μόχλευσης, και προσφυγής σε καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Η ισορροπία μεταξύ παροχής επιχορηγήσεων και δανείων παραμένει ανοιχτή και θα είναι αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης καθώς οι προθέσεις των διαφόρων χωρών διίστανται, ενώ η δική μας χώρα κλίνει φυσικά προς τις επιχορηγήσεις. Οι επιχορηγήσεις θα είναι πάντως το βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο που θα χρησιμοποιήσει ο καθεαυτός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, ο οποίος θα κινητοποιηθεί κι αυτός παράλληλα για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Οσον αφορά τα δανειακά κεφάλαια, οι όροι διοχέτευσής τους στη συνέχεια στα κράτη - μέλη είναι ένα άλλο ανοιχτό θέμα. Κι εδώ ακριβώς θα λάβει χώρα εκ νέου η συζήτηση περί ευρωομολόγου, αφού θα πρόκειται για παροχή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ή από το ειδικό όχημα που θα προκριθεί, όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ) στα κράτη - μέλη κεφαλαίων χαμηλού επιτοκίου, μεγάλης διάρκειας, που δεν θα υπολογίζονται στο εθνικό δημόσιο χρέος.
Η συζήτηση αυτή είναι όμως πολωτική και συναντά μεγάλα εμπόδια, τα οποία θα μπορούσαν ίσως να καμφθούν αν γινόταν ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια εξαιρετική, μοναδική, «one off», λόγω παγκόσμιας κρίσης, περίπτωση κι όχι για αφετηρία γενίκευσης της προσφυγής στα ευρωομόλογα. Αυτό μαζί με την εύρεση της κατάλληλης ορολογίας θα μπορούσαν να μεταπείσουν τις αντιτιθέμενες χώρες.
Υπενθυμίζω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει - και οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ έχουν εγκρίνει - τη χρηματοδότηση ενός νέου προγράμματος καταπολέμησης της ανεργίας, με την επωνυμία SURE, μέσω έκδοσης από την ίδια ομολόγων και δανειοδότησης των κρατών - μελών με τα αντλούμενα κεφάλαια, ύψους 100 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μια «σιωπηρή» έκδοση, κατά κάποιον τρόπο, ευρωομολόγου, την οποία μπορεί να κληθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διευρύνει στο πλαίσιο της δημιουργίας του νέου Ταμείου Ανάκαμψης.
Ενα τελευταίο, αλλά άκρως σημαντικό, θέμα είναι ποιες θα είναι οι επιλέξιμες δαπάνες για χρηματοδότηση από το ΕΤΑ. Το Ταμείο αυτό θα έχει ως βασικό στόχο τη χρηματοδότηση επενδύσεων, ουσιαστικό εργαλείο για τη βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας. Δεν πρόκειται δηλαδή να χρηματοδοτηθούν οι χώρες με κεφάλαια που αυτές θα αποφασίζουν κατά το δοκούν πώς να τα χρησιμοποιήσουν! Θα πρέπει λοιπόν να ετοιμάσει τάχιστα η χώρα μας τα αναγκαία επενδυτικά σχέδια, πόσω μάλλον που το Ταμείο θα είναι εμπροσθοβαρές, δηλαδή θα λειτουργήσει για 2-3 μόνο χρόνια. Πρόκειται για ένα καίριο θέμα, γιατί υπάρχει στην Ελλάδα εγγενής δυστοκία εκκόλαψης ώριμων επενδύσεων, γεγονός που αποτυπώνεται στη χαμηλή απορροφητικότητα του ΕΣΠΑ. Θα ήταν τελείως παράλογο, ενώ μαχόμεθα για την παροχή από την ΕΕ ισχυρής οικονομικής στήριξης, να φανούμε ανέτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε τους επιπλέον πόρους που μας αναλογούν ως αντιστάθμισμα στη βαθιά οικονομική κρίση που επέρχεται. Η πράσινη οικονομία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός πρέπει να είναι βασικοί τομείς προς ενίσχυση, μαζί με τις παραδοσιακές επενδύσεις στον τουρισμό, την αγροδιατροφική αλυσίδα, τις μεταφορές, την ενέργεια. Παράλληλα θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η βιομηχανία προϊόντων καθώς και η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας παραγωγής, εξισορροπώντας έτσι τη βασισμένη κυρίως στις υπηρεσίες ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που κατέδειξε, τα όριά της, κατά την παρούσα κρίση.