«…Ο ύπνος απλώθηκε στο παλάτι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αποκοιμήθηκαν, μαζί τους και οι αυλικοί. Τα άλογα ροχάλιζαν στους στάβλους και τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη σκεπή και οι μύγες στους τοίχους. Η φωτιά στη σόμπα έσβησε, το φαγητό σταμάτησε να ψήνεται, ο μάγειρας ενώ σφαλιάριζε τον βοηθό του, χασμουρήθηκε κι έπεσε ναρκωμένος μες στην κατσαρόλα…».
Αυτό γίνεται στο παραμύθι μόλις η Ωραία Κοιμωμένη τρυπιέται από το αδράχτι. Το ίδιο μακάρι να συνέβαινε στους καραντινιασμένους όπου γης. Ενα αεράκι υπνωτικό να έπνεε, μια μελωδία αργόσυρτη, υποβλητική να μας νανούριζε. Κι εμείς, που έχουμε ταμπουρωθεί, που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον ιό παρά παθητικά, διά της κοινωνικής αποστασιοποίησης, να βυθιζόμασταν σε όνειρα. Και να ξυπνούσαμε μόλις οι άλλοι, όσοι παλεύουν στις επάλξεις των νοσοκομείων και των εργαστηρίων, ανέμιζαν τα φλάμπουρα της νίκης. Μας έφερναν εν χορδαίς και οργάνοις το θαυματουργό φάρμακο, το ανεκτίμητο εμβόλιο.
Και που μένουμε δηλαδή ξύπνιοι τι καταλαβαίνουμε; Που με κομμένη την ανάσα ενημερωνόμαστε για κάθε εξέλιξη, κουτσοδιαβάζουμε στατιστικές και διαγράμματα, καρφωνόμαστε στις οθόνες εν αναμονή του καθηγητή Τσιόδρα, στέλνουμε sms για τα μετρημένα μας ξεπορτήματα; Τι προσφέρουμε στον εαυτό μας και στους γύρω μας; Η τηλεεργασία όσο κι αν διαφημίζεται θυμίζει συνήθως, υπό τις παρούσες συνθήκες, εργασιοθεραπεία. Η τετριμμένη προτροπή «κάντε την κρίση ευκαιρία!» βγαίνει - λες - από κύμβαλο αλαλάζον.
Αρχικά την είχαμε πάρει στα σοβαρά. Ανοίγαμε ογκώδη βιβλία, επιδιδόμασταν σε οικιακά χόμπι, δοκιμάζαμε περίτεχνες συνταγές της κουζίνας και του κάμα-σούτρα, περιποιούμασταν τα λουλούδια στα μπαλκόνια. Σταδιακά αποχαυνωθήκαμε. Κακά τα ψέματα, ο άνθρωπος είναι φυτό ανοιχτού χώρου. Το να αράζεις στη φωλιά σου έχει τη γλύκα της κοπάνας υπό τον όρον ότι μπορείς να βγεις έξω. Ειδάλλως ονομάζεται εγκλεισμός. Οι τοίχοι βαραίνουν, νιώθεις να κουβαλάς σαν τη χελώνα το σπίτι στην πλάτη σου.
Πολλών το μυαλό νερουλιάζει.
Οι πιο χαζούληδες βουλιάζουν σε θεωρίες συνωμοσίας. Πλάθουν ή διακινούν τα εξωφρενικότερα σενάρια, συνδυάζουν τη θρησκοληψία με την επαναστατικότητα της πλάκας, μπερδεύουν τη φούντα με τη χούντα.
Οι σοφολογιότατοι, οι έγκριτοι αναλυτές, μας αφηγούνται το μέλλον. Γελάω - συγχωρήστε με - μαζί τους. Οταν στα μέσα Φεβρουαρίου ούτε που διανοούνταν όσα θα έφερνε ο Μάρτιος, σε ποια άραγε μαγική σφαίρα βλέπουν σήμερα τον Μάιο, τον Ιούνιο, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον επόμενο χειμώνα; Πώς προφητεύουν με τέτοια αυτοπεποίθηση τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις; Μελετούν - θα μου πείτε - τα δεδομένα. Κάνουν προσομοιώσεις σε μαθηματικά μοντέλα, ασκήσεις επί χάρτου. Δεν διδάχθηκαν ούτε καν τώρα τον ρόλο του αστάθμητου παράγοντα; Δεν κατάλαβαν ότι η ανθρωπότητα κινείται πάνω σε μια κρούστα λεπτή σαν την τρίχα, που αρκεί ένας κορονοϊός για να τη θρυψαλιάσει; Σε ένα μονάχα είναι καλοί. Στο να διατυπώνουν τις πιο σκοτεινές προβλέψεις. Εάν πέσουν μέσα, «σας είχαμε προειδοποιήσει…» θα κουνούν τα - βαριά απ' το πολύ μυαλό - κεφάλια τους. Αν διαψευσθούν, ποιος θα νοιαστεί μες στη χαρά του να τους κατηγορήσει;
Υπάρχουν κι εκείνοι, οι οποίοι μηρυκάζουν, εξιδανικεύοντάς το, ένα μέλλον που δεν ήρθε ποτέ. «Τι θα κάναμε έτσι και δεν μας χτύπαγε το κακό…».
Να σας πω τι θα κάναμε!
Θα ετοιμαζόμασταν σήμερα πυρετωδώς για τις διακοπές του Πάσχα. Θα τσακωνόμασταν στο Διαδίκτυο για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό. Θα είχαμε βρει «καινούργιο κοσκινάκι» την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, οι μεν θα εκθειάζαμε και το χασμουρητό ακόμα της Προέδρου μας, οι δε θα ψάχναμε με το μικροσκόπιο τα τρωτά της. Θα ακολουθούσαμε, λαοθάλασσα, το ξόδι του Μανώλη Γλέζου - «επρόκειτο για πανεθνικό σύμβολο ή για ήρωα της Αριστεράς;» με αυτό το ερώτημα θα τρωγόμασταν.
Κάποιοι, με το που θα άνοιγε ο καιρός, θα χώριζαν. Κάποιοι θα ερωτεύονταν. Αλλοι θα επέμεναν να σιγοβράζουν μέσα στο ζουμί τους, αλατίζοντάς το με κλεφτές στιγμές ηδονής.
«Τι θα φορεθεί φέτος στα νησιά;». «Ποιο θα 'ναι το σουξέ του καλοκαιριού;». «Θα κάνει η ομάδα μου καμιά μεταγραφή της προκοπής;». Τέτοια ζητήματα θα μας ταλάνιζαν. Για τέτοια θα βαρυγκομούσαμε, θα αδημονούσαμε, θα ενθουσιαζόμασταν.
Γεμάτη αντιφάσεις κι αποχρώσεις, ημιτελείς χειρονομίες, ξαφνικές εξάρσεις και ταπεινωτικούς συμβιβασμούς, κυλάει η ζωή. Η αγία - κατά τον Ηλία Μαγκλίνη - καθημερινότητα. Γιατί άραγε πρέπει να τη στερηθούμε προκειμένου να την εκτιμήσουμε; Για να συνειδητοποιήσουμε πως ο χαιρετισμός μας, το «γεια» που μοιράζουμε αριστερά - δεξιά, αποτελεί μια ευχή για καλή υγεία;
Ξαναδιάβασα χθες μια φράση του ιταλού συγγραφέα Λαπεντούζα από το αριστούργημά του «Ο Γατόπαρδος». «Αν θες να μείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν.» Αυτή θα είναι, εικάζω, η πυξίδα μας μόλις σηκωθούμε από τον μεγάλο ύπνο.