Πριν από λίγους μήνες, σε μια συζήτηση με αφορμή την έκδοση του βιβλίου μου για τη Σοσιαλδημοκρατία (εκδ. Πόλις 2017), κάποιος έκανε μια εκ πρώτης όψεως εξωφρενική παρατήρηση: «Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα», είπε, «εκφράζεται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά». Και όμως, μετά το αρχικό ξάφνιασμα, κατανόησα την αλήθεια που μπορεί να κρύβει αυτή η φράση.

Πράγματι, η Σοσιαλδημοκρατία μεταμορφώθηκε πάμπολλες φορές από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Η ικανότητά της να προσαρμόζει τον προγραμματικό λόγο και την πολιτική της δράση στην ιστορική εξέλιξη, ακριβώς επειδή αντιτίθεται στα κλειστά συστήματα ιδεών, συνέβαλε στο να καταστεί ηγεμονική δύναμη και να κυριαρχήσει τον 20ό αιώνα, δημιουργώντας ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας, το δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, που άκμασε ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η προσαρμοστικότητα της Σοσιαλδημοκρατίας συνοδευόταν πάντα από την αναγωγή της σε ένα αμάλγαμα αξιών, που τη διαφοροποιεί τόσο από τις συντηρητικές – νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις όσο και από τη μαρξιστική ή ριζοσπαστική Αριστερά.

Η Σοσιαλδημοκρατία υπερασπίστηκε σταθερά τον κοινοβουλευτισμό, την πλουραλιστική δημοκρατία, τον πολυκομματισμό, την επανορθωτική ισότητα και την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Ομως, μετά τις διεθνείς ανακατατάξεις που κωδικοποιημένα αποκαλούνται «παγκοσμιοποίηση», φάνηκε να χάνει την ταυτότητά της και την ικανότητα να εκφράζει τον κόσμο της εργασίας ή ό,τι πλέον σημαίνει στη μεταβιομηχανική κοινωνία ο όρος αυτός. Η δεξιά μετατόπιση ή, κατά άλλους, η συνθηκολόγησή της με πολιτικές που διαπνέονται από την εκ νέου εμπορευματοποίηση κοινωνικών αγαθών και την ευέλικτη απασχόληση την απομάκρυνε από τα κοινωνικά στρώματα στα οποία παραδοσιακά απευθυνόταν.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί λοιπόν να γίνει κατανοητή η οξύμωρη αποστροφή ότι τις ιδέες της Σοσιαλδημοκρατίας εκφράζει σήμερα η (επίσης ηπιότερη από το παρελθόν) εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Τα αιτήματα για εντατική αναδιανομή του εισοδήματος, πλήρη απασχόληση, ισχυρή κρατική ρύθμιση και διεκδίκηση της κοινωνικής δημοκρατίας δεν προτάσσονται ή δεν ακούγονται πλέον πειστικά από τη σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία.

Βέβαιο είναι πως αυτός ο αξιακός κόσμος δεν μπορεί να εκφραστεί από την καθεστωτική ριζοσπαστική Αριστερά, που με λόγο παραπλανητικό καλλιεργεί αστήρικτες προσδοκίες, συμπιέζει τα μεσαία στρώματα με έναν ακατέργαστο οικονομικό ισοπεδωτισμό και διαβρώνει τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, στρεφόμενη στα ευτελέστερα ένστικτα, τη συνωμοσιολογία, τη μνησικακία και τον ρεβανσισμό.

Το πρόβλημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι πρωτίστως ταυτοτικό, με όλες τις σημασίες που έχει αποκτήσει ο όρος αυτός. Η απάντηση σε αυτή την ταυτοτική κρίση προϋποθέτει κατ’ αρχάς την εκ θεμελίων επανεπεξεργασία του προγραμματικού της λόγου, των κοινωνικών συμμαχιών, της κομματικής οργάνωσης και τελικά του ίδιου του αξιακού της κόσμου. Ταυτοτικό, όμως, και με την έννοια ότι οφείλει να εγκύψει με προσοχή στις κρίσιμες αναταράξεις που προκάλεσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, για τις οποίες ο λόγος της παραμένει αμήχανος. Τέλος, ταυτοτικό από τη σκοπιά της αντιμετώπισης της πολυφωνίας και της πληθυντικότητας που οδήγησαν σε κατακερματισμό της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου