Με εξαίρεση την Ιταλία (στην οποία φέρνουμε εμείς γούρι καθώς συνήθως, όταν παίζουμε μαζί προκριματικά Μουντιάλ, οι γείτονές μας κατακτούν το Μουντιάλ, όπως έγινε το 1934 και το 1982), οι υπόλοιποι αντίπαλοι στη χθεσινή κλήρωση ξυπνούν ως επί το πλείστον ευχάριστες μνήμες στην Εθνική.
Δεν είναι μόνο το απόλυτο των νικών (από 2-0) που έχουμε με τους πιο αδύναμους του ομίλου (Λίχτενσταϊν και Αρμενία), αλλά ήταν σε εποχές που πήραμε πρόκριση σε Μουντιάλ και Euro, όπως και με τη Βοσνία (με εξαίρεση τα τελευταία προκριματικά για το Μουντιάλ) αλλά και με τη Φινλανδία (και ας μη νικάμε σταθερά εκτός έδρας).
Συνεπώς ο όμιλος ναι μεν εκ πρώτης όψεως δεν είναι κακός (από τη στιγμή μάλιστα που μπορούσαμε να έχουμε τη Γερμανία από το δεύτερο γκρουπ), όμως τις κληρώσεις πρέπει να τις επαληθεύσεις στο γήπεδο για να φανεί εάν ήταν καλή ή κακή.
Η Εθνική είναι πολύ βασικό να μη μείνει για τρίτη συνεχόμενη φορά (μετά το Euro 2016 της Γαλλίας και το Mουντιάλ 2018 της Ρωσίας) εκτός από μια μεγάλη διοργάνωση, διότι τότε θα έχει επιστρέψει και με τη βούλα στα πέτρινα (προ 2004) χρόνια της.
Θυμίζουμε ότι από τον θρίαμβο στο Euro της Πορτογαλίας και για μία δεκαετία μετά οι διεθνείς μας δεν φάνηκαν συνεπείς μόλις σε μία διοργάνωση (Μουντιάλ 2006) έχοντας συνολικά 5/6 προκρίσεις!
Ο Αγγελος Αναστασιάδης και οι παίκτες του έχουν μπροστά τους τρεις μήνες και κάτι για να παρουσιαστούν όσο το δυνατόν πιο έτοιμοι στη μεγάλη πρόκληση και κυρίως να κάνουν τα λιγότερα λάθη που συνήθως πληρώνουμε ακριβά στην τελική σούμα.
Ηδη, και με βάση τους αντιπάλους που έχουμε μάθει ήδη στην κλήρωση, προέχει η νέα έδρα της ομάδας (κάτι που έπρεπε να έχει τελειώσει πριν φτάσουμε στη χθεσινή διαδικασία καταρτισμού των ομίλων).
Είναι ευκαιρία η Εθνική να σηκώσει και πάλι κεφάλι, αλλά αυτό δεν γίνεται χωρίς συντονισμό.







