Η συμφωνία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ήταν ένα γονατογράφημα και ως τέτοιο ορθά απορρίφθηκε από την Ιερά Σύνοδο. To ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους είναι πολύ σύνθετο για να τύχει καιροσκοπικών πολιτικών χειρισμών από την πλευρά της κυβέρνησης. Απαιτεί προσεκτικό και μακροχρόνιο σχεδιασμό, αν είναι να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της ελληνικής κοινωνίας, στο όνομα της οποίας διενεργείται. Η παρούσα συμφωνία γέμει ασαφειών και σοβαρών νομικών εκκρεμοτήτων, ενώ (συν τοις άλλοις) αφήνει έκθετους τους κληρικούς στην αυθαιρεσία της δεσποτοκρατίας από την οποία θα εξαρτάται η μισθοδοσία τους.

Το ζήτημα συσκοτίζεται παραδοσιακά από πόλωση που μέχρι σήμερα ακυρώνει κάθε απόπειρα σοβαρής και νηφάλιας προσέγγισής του. Η νηφαλιότητα και η περίσκεψη, τροφοδοτούμενη από γνήσια θεολογικά κριτήρια, απουσιάζει παντελώς από τον φονταμενταλιστικό νεο-γενιτσαρισμό των «ορθοδοξιστών» φανατικών, οι οποίοι ασπάζονται μια επιθετική καρικατούρα της ορθόδοξης πίστης κατασκευασμένη στα διαδικτυακά εργαστήρια του θρησκευτικού λαϊκισμού, ανιχνεύουν παντού αιρέσεις και συγχέουν την αλήθεια του Χριστού με την εξουσία του χωροφύλακα και του λοχία. Στα μάτια αυτών των κατά φαντασίαν υπερασπιστών της πίστης, κάθε ψίθυρος ανακίνησης του θέματος φαντάζει εθνική προδοσία που απεργάζεται ύπουλα την αλλοίωση της ελληνοχριστιανικής παράδοσης και του «λαού του Θεού», ο οποίος οφείλει να παραμείνει εσαεί εγκλωβισμένος σε βυζαντινά, προνεωτερικά πρότυπα βίου, θωρακισμένος σαν αστακός απέναντι σε κάθε εξέλιξη, καθώς και σε οτιδήποτε νέο και διαφορετικό.

Στην άλλη άκρη του φάσματος, στο πεδίο του ανακλαστικού αθεϊσμού, ο επίδικος χωρισμός συνιστά συχνά μεν ένα επί της αρχής ορθό αίτημα (σύμφυτο των αρχών του κράτους δικαίου), όχι όμως στη βάση ενός πολιτικού προβληματισμού, με κύρια έγνοια την προάσπιση της ανοικτής, πλουραλιστικής κοινωνίας, αλλά με γνώμονα την προσωπική απέχθεια για οτιδήποτε θυμίζει «λιβάνι» και με απώτερη σκόπευση την επίτευξη της αθεϊστικής κοινωνίας. Ο πατερναλισμός αυτής της δεύτερης μερίδας περνά δυστυχώς εύκολα απαρατήρητος, όταν το θυμικό και ο διάχυτος πολιτικός αναλφαβητισμός παραγκωνίζουν το ότι πολιτική αξία δεν έχει καθόλου η αθεΐα, αυτή καθαυτήν, αλλά η ανεξιθρησκία. Αυτό, γιατί μόνο το ουδετερόθρησκο κράτος είναι σε θέση να εγγυηθεί την ελευθερία σκέψης και συνείδησης, την προσωπική αυτοπραγμάτωση και τον πλουραλισμό εν γένει. Στους αντίποδες όμως του ουδετερόθρησκου κράτους δεν βρίσκεται μόνο η θεοκρατία (σκληρυμένη ή ήπια) αλλά και το επίσημα αθεϊστικό κράτος, το οποίο ιστορικά προσπάθησε, όπως καταδεικνύει το αιματηρό χρονικό του 20ού αιώνα, να επιβάλει τη δική του, σιδηρά και απάνθρωπη μονοφωνία σε κοινωνίες και άτομα «για το καλό τους», επειδή έτσι έκρινε μια άνωθεν ιδεοληπτική νομενκλατούρα.

Ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους αποτελεί δίκαιο αίτημα, διότι όταν ένα κράτος θρησκεύει επίσημα, ο θρησκευτικός του φορέας πωρώνεται θεσμικά και, το χειρότερο, όσοι δεν ασπάζονται το κρατικό ιερό, αναπόφευκτα μετατρέπονται σε πολίτες β’ και γ’ κατηγορίας, σε πείσμα των λεκτικών εξωραϊσμών και των διαβεβαιώσεων από πλευράς των εκπροσώπων της πίστης. Θα ήταν ευχής έργο να καταλάβει κάποτε η ιδρυματική Εκκλησία ότι η πλουραλιστική, ανοικτή κοινωνία των πολιτών, που διαβουλεύεται συνεχώς και αναστοχάζεται, με βάση τη νέα γνώση και τις νέες ανάγκες (σπάνια συμπίπτουν με αντίστοιχες του παρελθόντος) δεν είναι εγγενής εχθρός της.

Ο Χαράλαμπος Βέντης είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας της θρησκείας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών