Η μετάβαση στο φυσικό αέριο επιτρέπει ένα φάσμα χρήσεων, που συνδυάζει ποιοτικά χαρακτηριστικά, αισθητή μείωση του κόστους και πιο φιλική σχέση με το περιβάλλον συγκριτικά με το πετρέλαιο. Κυρίαρχη χρήση είναι η θέρμανση (κεντρική ή αυτόνομη), καθώς και η παροχή ζεστού νερού, ενώ ακολουθεί η μαγειρική χρήση και σπανιότερα ο κλιματισμός (για επαγγελματικούς χώρους). Σημαντικές είναι και οι χρήσεις βιομηχανικού και τεχνολογικού τύπου, όπως η συμπαραγωγή, καθώς και οι μεταφορές, οι οποίες δεν εξετάζονται στην ανάλυσή μας. Οπως σημειώνει η Νεκταρία Καρακατσάνη, μέλος της ΡΑΕ, «εκτιμάται ότι για έναν μέσο οικιακό καταναλωτή, η μετάβαση στο φυσικό αέριο για τη θέρμανση και το ζεστό νερό, συγκριτικά με το πετρέλαιο και τον ηλεκτρισμό αντίστοιχα, μπορεί να επιφέρει σημαντική εξοικονόμηση, της τάξης των 500 – 600 ευρώ ετησίως, ανάλογα με τις διακυμάνσεις των τιμών συμβατικών καυσίμων, και τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής του. Παράλληλα, η μείωση των ρύπων που εκλύονται υπερβαίνει συνήθως τους 1,2 τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CO2)». Επισημαίνεται ότι με πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις διευκολύνεται η εγκατάσταση αυτόνομης θέρμανσης φυσικού αερίου σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, καθώς δεν τίθεται πλέον ως προϋπόθεση η έγκριση κάποιου οργάνου (όπως της γενικής συνέλευσης της πολυκατοικίας). Σημειώνεται ότι η αυτόνομη σύνδεση με ανυψωτική στήλη (riser) και τοποθέτηση του μετρητή στο μπαλκόνι μειώνει αισθητά το κόστος της εγκατάστασης.
Επιπρόσθετα, οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της κατανάλωσής τους, απόλυτη ανεξαρτησία (θέρμανση και ζεστό νερό οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούν) και τιμολόγηση με βάση την κατανάλωση, χωρίς να χρειάζεται να προκαταβάλουν το κόστος του καυσίμου. Καθώς το φυσικό αέριο δεν απαιτεί ύπαρξη δεξαμενής αποθήκευσης, αλλά είναι άμεσα διαθέσιμο μέσα από το δίκτυο, ένα πρόσθετο πλεονέκτημα είναι ότι εξοικονομείται χώρος. Δεν είναι επίσης απαραίτητο να ελέγχονται τακτικά τα αποθέματα του καυσίμου, ώστε να διενεργούνται παραγγελίες και προπληρωμές.
Vidcast: Baskettalk







