Το έργο «Οι Ζωντανοί» του Γιώρκου Ονησιφόρου, με τους Έβελυν Ασουάντ και Γιώρκο Ονησιφόρου παρουσιάζεται έως τις 21 Δεκεμβρίου στον χώρο H.ug (Μελιταίων 14, Άνω Πετράλωνα).
Πρόκειται για ένα παραμύθι που αφηγούνται μια γυναίκα, ένας άντρας κι ένα ηλεκτρικό μπάσο. Μιλά για ένα παιδί που πάει να βρει τον φόβο. Που διασχίζει τις θάλασσες και φτάνει σε μια μαύρη γη. Που βουτά σ’ ένα πηγάδι και τρέχει στο υπόγειο σιδερένιο δάσος να βρει νερό. Που συναντά το θεριό και παλεύει μαζί του.
Με αφορμή τις παραστάσεις, ο Γιώργος Ονησιφόρου μίλησε στα «Νέα».
Το έργο «Οι ζωντανοί» συνδέει μια γυναίκα, έναν άντρα και ένα ηλεκτρικό μπάσο σε ένα παραμύθι για την αναζήτηση του φόβου. Πώς προέκυψε αυτή η ιδιαίτερη τριάδα χαρακτήρων και μέσων;
«Οι Ζωντανοί» είναι ένα παραμύθι που αφηγείται ένας άντρας στον γέρο πατέρα του για να κοιμηθεί.
Τα δυο αδέρφια του θα τον βοηθήσουν να πει την ιστορία: η αδερφή του θα γίνει το κορίτσι που θα συναντήσει ο ήρωας στον κάτω κόσμο, θα γίνει η φωνή των ζώων και των πουλιών, αυτή που ζητά βοήθεια και που βοηθά τον ήρωα· ο άλλος αδερφός, σιωπηλός, θα σπρώξει τη βάρκα της ιστορίας με τον ήχο του μπάσου του, με τη γλώσσα στην οποία μπορεί να μιλήσει καλύτερα.
Το παιδί στο έργο πάει να βρει τον φόβο και αντιμετωπίζει το θεριό. Πώς ορίζετε εσείς τον φόβο στη ζωή και στο θέατρο;
Ένας πρωταρχικός φόβος είναι ο φόβος του αφανισμού. Ότι ένας άλλος οργανισμός, κάποιο ζώο ή άνθρωπος, ένα φυσικό φαινόμενο, η φτώχεια ή μια μαζική φονική μηχανή μπορεί να μας αφανίσει. Είναι ένας φόβος απέναντι σ’ ό,τι νιώθουμε να μας απειλεί. Από τον πόλεμο μέχρι την ψυχική ασθένεια, από τη φθορά του σώματος και των αγαπημένων μέχρι τη συρρίκνωση της ελευθερίας, της σκέψης και της έκφρασης. Ο φόβος προκύπτει από μια έκθεση του ζωντανού μέσα στον κόσμο. Καθετί που ζει εκτίθεται. Στο βλέμμα των άλλων, στις συνθήκες, στον χώρο και τον χρόνο.
Φτιάχνουμε σπίτια για να προστατευτούμε, φτιάχνουμε ταυτότητες, ομάδες, θεσμούς, θέατρα, σχέσεις… Πάντα όμως κάτι θα έρχεται, θα καλεί ή θα εισβάλλει σ’ ό,τι είναι ζωντανό και εκτίθεται στη ζωή.
Το έργο μιλά για την ανάγκη του ανθρώπου να ελευθερωθεί, να βρει σχέσεις, να επιβιώσει. Πώς βλέπετε την έννοια του «ζωντανού» σήμερα;
Για να ’σαι ζωντανός πρέπει σίγουρα ν’ αναπνέεις, αλλιώς παίρνεις μεταγραφή για την ομάδα των νεκρών. Την έννοια του ζωντανού τη συνδέω με την ανάσα, με τον απαραίτητο χώρο που χρειάζεται να βρούμε ή να δημιουργήσουμε για ν’ αναπνεύσουμε. Υπάρχουν βέβαια κι όλοι αυτοί που αναπνέουν και που δεν μοιάζουν και πολύ με ζωντανούς, όπως κι αυτοί που δεν αναπνέουν πια, αλλά η παρουσία τους, το έργο τους είναι ζωντανό, αναπνέει.
Το ταξίδι του παιδιού αλλάζει την αντίληψή του για τον κόσμο. Πώς ελπίζετε να αλλάξει το ταξίδι των θεατών;
Το θέατρο δεν μπορεί να υποσχεθεί κανένα ταξίδι, ακριβώς επειδή είναι ζωντανό και μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή. Από τους ίδιους τους ηθοποιούς, απ’ τους θεατές, από ένα σεισμό, από έναν γείτονα… Είναι μια τέχνη πλήρως εκτεθειμένη στο παρόν. Όσον αφορά τις ελπίδες μου, εύχομαι η παράσταση να προσφέρει στο κοινό ένα βίωμα προσωπικού, δικού τους ταξιδιού.
Το έργο μιλά για την ανάγκη να συνεχίζουμε. Τι σημαίνει για εσάς «συνέχιση» σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο;
Να συνεχίζεις να περπατάς τον δρόμο σου. Με συνοδοιπόρους κι άλλοτε μόνος. Να κοιτάς τι συμβαίνει γύρω σου καθοδόν. Ν’ ακούς, να μιλάς, ν’ αγγίζεις, να γεύεσαι. Να κρατάς τη σκέψη σου ζωντανή και να προσέχεις τις κατολισθήσεις.
Αν η «μαύρη γη» ήταν μια επιλογή ζωής, ποιο δρόμο θα σας ανάγκαζε να ακολουθήσετε;
Η μαύρη γη είναι μια γη καμένη, η γη που αφήνει πίσω του ένας πόλεμος, μια καταστροφή. Κάποιοι θα φύγουν για να επιβιώσουν, διασχίζοντας θάλασσες και βουνά, κάποιοι άλλοι θα μείνουν πίσω. Όταν καίγεται ένα δάσος, τα ζώα τρέχουν να σωθούν, δεν έχουν επιλογή.







