Στη σημαντική συλλογή της με τίτλο «Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ως προσωπικό βίωμα» (Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 2010) η ιστορικός Ελένη ΔημητρίοΥ κατέγραφε και ανέλυε τις ημερολογιακές καταγραφές των Ελλήνων στρατιωτών από το μέτωπο του 1940. Η έκδοση βασιζόταν στη διδακτορική διατριβή της. Από τη μια αναδεικνυόταν η σημασία και η αξία χρήσης των ημερολογίων ως πηγής. Από την άλλη, διαμορφωνόταν ένα αφήγημα με πολλαπλές αποχρώσεις, όπου Χωρούσαν όχι μόνο ο ενθουσιασμός ή το πατριωτικό πνεύμα, αλλά και το αίσθημα απογοήτευσης, η ματαίωση και οι έριδες ανάμεσα στους στρατιώτες ή τους αξιωματικούς. Από την έκδοση εκείνη, με την άδεια της συγγραφέως, δημοσιεύουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Iάσων Καλαμπόκας, στρατευμένος στην Τρίπολη «Πώς να μη σκιρτήσει η καρδιά;»
28 Οκτωβρίου 1940,
Οι καρδιές μας ακροζυγιάστηκαν σαν αετοί με ολάνοιχτα φτερά. Δεν ζητοκραυγάσαμε και δεν χαλάσαμε τον κόσμο με τις φωνές μας, ίσως επειδή ήταν πολλαπλά τα αισθήματά μας την ώρα εκείνη. πολλαπλά, αλλ’ όχι συγκεχυμένα. Καθένας είχε πάρει συνείδηση της σοβαρότητας της στιγμής, ακόμα κι αυτά τα «στουρνάρια» του λόχου μας που αδιαφορούσαν ως τότε για όλους και για όλα… για πρώτη φορά είδα τότε την εικόνα του πανικού στον άμαχο πληθυσμό. Μία εικόνα τρόμου και αλλοφροσύνης, που μου πλήγωνε την ψυχή.
[Την επομένη βλέπει το κλίμα να αλλάζει]
29 Οκτωβρίου,
Η μέρα περνά ήρεμα. έξω στην πόλη, τραγούδια, χαρές, φωνές, γλέντια. όλοι τρέχουν να καταταχθούν. ακόμα κι αυτοί που δεν μπορούν να σηκώσουν όπλα, θέλουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. αυτός δεν είναι πόλεμος, είναι πανηγύρι. πώς να μη σκιρτήσει η καρδιά με τέτοιον ενθουσιασμό; όλοι σχεδόν ξέρουν πως θ’ αντικρίσουν ένα στρατό μεγάλο, ισχυρό, πανοχύρωτο, με βάσεις πλούσιου εφοδιασμού, κοντινές. κι όμως γελούν, τραγουδούν, ανυπομονούνε πότε θα φθάσει η ώρα να ξεκινήσουν για το μέτωπο. μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι δισταχτικοί. αυτοί σκέφτονται το αύριο. για μας αύριο δεν υπάρχει. ζούμε το παρόν με αυτοτέλεια και δημιουργούμε ιστορία.
3 Νοεμβρίου,
Η καρδιά μου ξαναζεσταίνεται. Είναι ένας παράξενος ενθουσιασμός, που τον νιώθω σαν ανάγκη. ο πόλεμος δεν με τραβάει. τον μισώ, όπως μισεί κανείς το θάνατο. αν μου λέγαν πως αυτό ήταν, τελείωσε, θα ξεφώνιζα από τη χαρά μου. Όσο ξέρω όμως πως υπάρχει, όσο ξέρω πως οι άλλοι πολεμούν και πως εγώ βρίσκομαι μακριά απ’ τον πύρινο κύκλο του, νιώθω ντροπή να με κυριεύει. ίσως δεν έπρεπε να γεννηθώ άνθρωπος. Μα το πιο σωστό θα ήταν να μην έχω γεννηθεί καθόλου.
Νίκος Παπαβασιλείου, Καλπάκι «Όλοι προσπαθούν να ξεφεύγουν απ’ τη δουλειά»
Οκτώβριος 1940,
Κάθε μέρα μέχρι το μεσημέρι, σκάβουμε χαρακώματα […] είναι πολύ δύσκολη και κουραστική δουλειά το σκάψιμο στο σκληρό, ξερό και πέτρινο βουνό και μάλιστα κάτω από τη φοβερή ζέστη της ημέρας, αντίθετα με το δυνατό κρύο της νύχτας που μας ξεπαγιάζει […] δεν λείπουν φυσικά και οι ρωμαίικες ιδιοτροπίες, πότε με το: ένας δεν μπορεί, άλλος τον πονάνε τα χέρια και πότε άλλος κουράστηκε. Όλοι προσπαθούν να ξεφεύγουν απ’ τη δουλειά. Και να θέλουμε εμείς, οι αξιωματικοί, να τους αφήσουμε λίγο παραπάνω να ξεκουραστούν, δεν τολμάμε από τον αρχηγό πυροβολικού, συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, υπεύθυνο για τα αμυντικά έργα, που εποπτεύει όχι μόνο με την επί τόπου συχνή του παρουσία, αλλά και από μακριά με τα κιάλια. και αν δει τους άντρες να κάθονται, τότε αλλοίμονο σε μας τους αξιωματικούς. Η ποινή που συνηθίζει να επιβάλλει είναι 40 μέρες φυλακή, που σημαίνει στέρηση μισθού, αφού κατά τα άλλα η φυλακή εδώ δεν είναι φυλακή…
Λευτέρης Ψαρράς, «Γιατί, λοιπόν, Ιωάννη Μεταξά…;»
Την Παρασκευή 13.12.40, στις 4 το πρωί πάλι φύγαμε. Είχε ξημερώσει και ψιλοχιόνιζε. τότε πρόσεξα τον ημιονηγό, που είχε το μουλάρι, στο οποίο ήταν φορτωμένο το τηλεφωνικό υλικό της πυροβολαρχίας, ότι ήταν ξυπόλητος και τον ρώτησα γιατί δε φορούσε τις αρβύλες του και μου απάντησε ότι έλιωσαν και τις πέταξε. του είπα να γυρίσει προς τα πίσω, χωρίς το μουλάρι, και να πάει να βρει το κλιμάκιο του γιατρού, για να τον φροντίσουν όσο μπορούσαν. βέβαια, δεν γνώριζα αν ο γιατρός μας είχε κλιμάκιο παραμονής ή θεραπείας ανυποδήτων. ένα τέτοιο κλιμάκιο υπήρχε στο απόσπασμα του συνταγματάρχη Τσακαλώτου, ο οποίος στη σχετική έκθεσή του έγραψε: «οι ανυπόδητοι έφθασαν την διλοχίαν και ηναγκάσθην να εγκαταστήσω το ίδιο…»

«Επάνω στο χιόνι, ύψωμα δύο χιλιάδες και κάτι, αλύγιστος πλάι στο γιγάντιο δένδρο, ο φρουρός της νέας Ελλάδος» αναγράφεται στη φωτογραφία της εποχής
Κωνσταντίνος Λιανός, ημιονηγός 42ου Συντάγματος Λαμίας, Καλπάκι «Νεότερα ψέματα σκορπούνται εις όλον τον στρατόν»
22 Οκτωβρίου 1940
Αχ! Πότε θα φύγωμεν από εδώ πέρα; Πότε άραγε θα απολυθούμε; Διατί δεν μας λένε τίποτες; Τι γράφουν οι εφημερίδες; Τι να γίνονται τα εξωτερικά ζητήματα; Διαρκώς αυτές οι ερωτήσεις ακούγονται από όλους τους στρατιώτες και όλοι προσπαθούν να μάθουν και να εξακριβώσουν ως πότε θα συνεχίσει η κατάστασις αυτή. Μερικοί επιτήδειοι διασπείρουν διάφορα ψέματα, ή καλά ή άσχημα, και από την απελπισίαν μας όλοι τα πιστεύομεν, έως ότου η προθεσμία των διέρχεται και τότε πλέον αγανακτούμεν πιο περισσότερον. Ορκιζόμεθα πλέον ότι δεν θα ξαναπιστεύσωμεν τίποτες, αλλά άλλα νεότερα ψέματα, πιο πιστευτά, σκορπούνται εις όλον τον στρατόν και πάλιν τα πιστεύομεν […] Οι μέρες περνούν γρήγορα γρήγορα, ο Οκτώβριος έφθασεν 22 ημέρες και πλησιάζει του Αγίου Δημητρίου.
Νικηφόρος Βρεττάκος (ο γνωστός συγγραφέας), επιστρατευμένος έφεδρος, Απόσπασμα Πίνδου «Σήμερα δώσαμε την τελευταία μας ψευτομάχη»
30 Οκτωβρίου
Χτες βράδυ δώσαμε την πρώτη μας μικρομάχη. Ο στρατιώτης Βουραζάνης σκοτώθηκε. Ένας άλλος στρατιώτης τραυματίστηκε στο αυτί. Το τραύμα δεν ήτανε σοβαρό, δεν είχαμε όμως ούτε έναν επίδεσμο να τον δέσουμε. Βρέθηκαν ένα δυο καθαρά μαντήλια, παρ’ όλο όμως που σκύψαμε όλοι γύρω του και τον δέσαμε με πολλή αγάπη, εκείνος πέθανε. Περπατήσαμε και χτες όλη τη νύχτα. Κάνουμε ελιγμούς γύρω από τα τρομερά αυτά συγκροτήματα, όπου συναντιόμαστε με τον εχθρό, ψευτοπολεμάμε, ρίχνοντας μερικές τυφεκιές γιατί δεν έχουμε σφαίρες, τον παραπλανάμε με το να παρουσιαζόμαστε από δω κι από κει, του δίνουμε την εντύπωση πως ήμαστε πολύς στρατός, όσο να φτάσουμε ενισχύσεις.
31 Οκτωβρίου
Χτες βράδυ ανάψαμε και φωτιά σε μια πλαγιά που δεν έδινε στόχο στον εχθρό. Έβρεχε πάνω μας, τα δαδιά κάπνιζαν, οι καπνιές μάς μαυρίζαν τα πρόσωπα και τα χέρια μας. αυτή η ανάπαυση κράτησε μια ώρα. Ξαναρχίσαμε τον ελιγμό μας. Σήμερα ο λοχαγός ανακάλυψε ένα βαλανιδόδεντρο και σκάλωσε πάνω του. δεν θυμάμαι στη ζωή μου πιο ευσυνείδητη διανομή. αναλογούσαν από τρία βαλάνια στον καθένα και μάς τα έδωσε.
1 Νοεμβρίου
Η χτεσινή νύχτα ήταν δραματική. Σερνόμαστε. Οι μεγάλες κιτρινοφυλλιασμένες οξιές τρίζουν σαν χοντρά κόκαλα, ο ουρανός βουίζει, η νύχτα είναι πυκνή, το σκοτάδι ακουμπάει στα μάγουλά μας γιομάτο αγκάθια. οι στρατιώτες περικυκλώνουν τον λοχαγό. «Δεν πάει άλλο!». «Τι είδους πόλεμος είναι αυτός, κύριε λοχαγέ;». Έχουμε ανάψει ένα δαδί προσπαθώντας να βρούμε το μονοπάτι που έχει χαθεί. Σχηματίζω την εντύπωση πως το αδιέξοδο κλαίει μέσα στα μάτια του λοχαγού, σε μια στιγμή που τα βλέπω φωτισμένα από το δαδί. Σήμερα δώσαμε την τελευταία μας ψευτομάχη. κρατήσαμε από μια σφαίρα ο καθένας μας, σύμφωνα με τη διαταγή. Αν το καλέσει η ανάγκη να μπορούμε ν’ αυτοχτονήσουμε.
Δημήτριος Λουκάτος, Αθήνα «Πώς βρέθηκες αραδιασμένος σαν απλό νούμερο;»
6 Ιανουαρίου 1941
Ένας [Ιταλός αιχμάλωτος] λοχίας, ψηλός στη μέση, με συμπαθητικότατο πρόσωπο, γυροφέρει τα μάτια του, παρατηρώντας. Τα χείλη του είναι ανοιγμένα σε προσποιητό μειδίαμα αταραξίας. Αποφεύγει να συναντήσει, με το βλέμμα του, τα δικά μας μάτια. Σε μια στιγμή του αρπάζω το βλέμμα. Με κοιτάζει, για λίγα δευτερόλεπτα. Γαλανά μάτια, πολιτισμένα, γεμάτα καλωσύνη. Πάνω από τα κεφάλια των άλλων ανθρώπων, τα μάτια μας συνεννοούνται, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, με αδελφοσύνη: «Παιδί στοργικής μητέρας, αγαπημένε κάποιου κοριτσιού, νέε με όνειρα για τη ζωή, πώς βρέθηκες έτσι αραδιασμένος, σαν απλό νούμερο, στη θλιβερή λιτανεία τούτων των συνανθρώπων μας;».

Ιταλοί αξιωματικοί, αιχμάλωτοι τραυματίες μέσα σε θάλαμο. Πάνω από τα κρεβάτια τους αναγράφονται τα ονόματα και η μονάδα στην οποία ανήκαν
Ντίνος Μαγγιοράκος, Ύψωμα 1483 «Γίνομαι σκληρώτερος, άπονος, ασυγκίνητος»
Πρώτη φορά αντικρύζω σκοτωμένους και με πιάνει φρίκη. Όταν βλέπω το πτώμα του σκοπευτή, που προσπάθησε να φύγει μ’ ένα οπλοπολυβόλο στα χέρια, τον οποίο ξάπλωσε κάτω μια δική μας ριπή, δεν μπορώ να καταπνίξω ένα αίσθημα γεμάτο αγανάκτηση. Γιατί να θυσιάζεται τόσος κόσμος; Γιατί ν’ αφαιρούμε τη ζωή των συνανθρώπων μας; Με ποιο δικαίωμα το κάνουμε; Γιατί να σκορπίζουμε τον όλεθρο και τον πόνο σε άλλα πρόσωπα, τα οποία κάπου μακριά θα προσμένουν μάταια την επιστροφή του παιδιού, του αδελφού, του πατέρα; Γιατί όλ’ αυτά; Πώς θα ήθελα να είχα τη δύναμη, αυτή τη στιγμή, να ξαναδώσω ζωή σε αυτά τα ματωμένα πτώματα, για να προλάβω την κακή είδηση που θα πάει στους δικούς τους. Εμείς επί τέλους έχουμε δικαιολογία και μάλιστα σοβαρή. Ήρθαν να καταλάβουν την Πατρίδα μας. Είμαστε αμυνόμενοι. Δεν προκαλέσαμε τον πόλεμο. Δεν επιτεθήκαμε πρώτοι. Αλλά γιατί να γίνονται οι πόλεμοι; Γιατί κάθε τόσο να σκοτώνεται τόσος κόσμος; Ανεξάρτητα από αυτές τις σκέψεις, αισθάνθηκα την ανάγκη, κλείνοντας για λίγο τα μάτια που είχαν γεμίσει δάκρυα, να προσευχηθώ στο Θεό ν’ αναπαύσει τις ψυχές αυτών που χάθηκαν, είτε είναι δικοί μας είτε εχθροί, και να με συγχωρέσει για το κακό που πιθανόν να έκαμα και με τα ίδια μου τα χέρια.
Η υπερένταση των νεύρων μας δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε τη νύχτα. Τριγυρνάμε πάνω στα χιόνια σαν μαύρα φαντάσματα, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Δίπλα μας, σε ανατριχιαστικές στάσεις, μας κοιτάζουν με τα ορθάνοιχτα και κοκκαλιασμένα μάτια τους οι σκοτωμένοι. Νομίζω πως με ειρωνεύονται, πως με εμπαίζουν με τους απαίσιους μορφασμούς που είναι ζωγραφισμένοι, έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται, στα μαυρισμένα και ματωμένα πρόσωπά τους. Σιγά σιγά συνηθίζω τη συντροφιά τους. Πλησιάζω περισσότερο και με κάποιο δισταγμό, στην αρχή, βάζω το χέρι μου επάνω στο χέρι ενός νεκρού που έχει μείνει ακίνητο επάνω στο στήθος του, καθώς είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Ένα ρίγος διατρέχει το σώμα μου. Είναι παγωμένο, κρύο, αποκρουστικό. Βάζω το χέρι μου δίπλα στο χιόνι. Η ίδια κρυάδα κι ανατριχίλα. Η καρδιά μου, που αισθάνθηκε στην αρχή πόνο, τώρα είναι πιο σκληρή. Αισθάνομαι μάλλον αηδία. Νιώθω πολύ καλά μάλιστα πως άρχισε να γίνεται μέσα μου κάποια μεταβολή. Γίνομαι σκληρώτερος, άπονος, ασυγκίνητος. Δεν μπορώ να εξηγήσω τη μεταβολή, μα έτσι είναι.
Γεώργιος Γρηγορίου, Πίνδος «Ο ύπνος μας τυραννάει κι αυτός»
30 Οκτωβρίου 1940
Το καραβάνι μας προχωρεί χωρίς καμμίαν στάσιν. Η θέση μας είναι τραγική. Για όσους πέφτουν κανείς δεν ενδιαφέρεται, θα σηκωθούν σε λίγο αυτοί για να πέσουν άλλοι. Τώρα βαδίζομεν κυριολεκτικώς στα στραβά, πέφτομεν πάνω σε πέτρες, σε χώματα, αναγκαζόμαστε πολλές φορές να μπουσουλήσουμε με τα τέσσερα για να περάσουμε αυτά τα αφανή εμπόδια μέσα στο μαύρο σκοτάδι, αυτές τις επικίνδυνες κακοτοπιές. Σιγά σιγά αυτή η φρικτή πορεία δημιουργεί απελπισία, αγωνία. Στο διάβολο και ο στρατιωτικός κανονισμός και ο εχθρός. Επικρατεί το αίσθημα του πόνου.
«Σταθήτε ρέε!»
«Σταθήτε οι πρώτοιοιοι!…»
«Χαθήκαμε ρέε!»
«Πού πάμε βρέεε!… Στάση μωρέεε!…»
Φωνάζουν οι στρατιώτες που δεν βλέπουν πλέον πού να πάνε, χάθηκαν μέσα στην άγρια νύχτα. Κανείς όμως δεν ακούει αυτούς τους απελπισμένους και τις επικλήσεις τους, η πορεία τραβάει τον δρόμο της. Μετά από τους φαντάρους, άλλο τώρα μεγάλο κακό, απόκαμαν και πέφτουν τα μουλάρια, κινδυνεύουμε να χάσουμε τα πολυβόλα μέσα στις χαράδρες. Άντε τώρα σ’ αυτό το σκοτάδι, στο επικίνδυνο μονοπάτι, στο χείλος βαράθρου, με τόσην εξάντληση, να πείσεις τα ζωντανά να σηκωθούν γιατί βιαζόμαστε, και ότι κάπου ολόγυρά μας παραφυλάει εχθρός.
«Προς Θεού τα πολυβόλα παιδιά!…»
Δεν χρειάζεται όμως καμμία σύσταση. Το πολυβόλο αγαπιέται, το ερωτεύονται οι πολυβοληταί, και ποτέ άνθρωπος δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για τον συνάνθρωπό του όσο οι πολυβοληταί για τα πολυβόλα τους. Ο ύπνος μας τυραννάει κι αυτός. Πολλές φορές εδώ μέσα στο δάσος κοιμόμαστε όρθιοι, ναι κοιμόμαστε όρθιοι! Και περπατούμε, και κει στο λαγωκοίμισμα πέφτουμε πάνω σε κορμό δέντρου, σκοντάφτουμε σε καμιά ρίζα, το φριχτό τράνταγμα, τι απαίσιο εφιαλτικό, αγωνιώδες ξύπνημα!
Κώστας Λαυρεντιάδης, Κλεισούρα «Έφθασα να φάγω ψόφιο άλογο»
25 Δεκεμβρίου 1940
Βράδιασε χωρίς να φάμε τίποτε, εκτός από το μισό κύπελλο καλαμπόκι. Κατέβηκα στο χωριό, τίποτε. Βρήκα τους ημιονηγούς μας να τρώνε κρέας, δεν τους ρώτησα πού το βρήκαν, κατάλαβα από πού προήρχετο, ντράπηκαν από εμένα. Θα το γράψω οτιδήποτε και αν συμβεί και αν ακόμη το ημερολόγιό μου αυτό πέσει σε εχθρικά χέρια: τρώγαν κρέας αλόγου ψόφιου, το ψήναν στη φωτιά. Ένας μου είπε, «κύριε επιλοχία, την ώρα που έκοβα το κρέας έτρεξε λίγο αίμα». Ήτο κάποιος Τσαλίμογλου από την Τούμπα. Δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίει σαν παιδί, και όμως είναι παντρεμένος και έχει και παιδί. Έφαγα και εγώ έτσι για να τους δείξω ότι δεν δίνω σημασία σε τέτοια πράγματα. Δεν είχε καμμία ουσία κρέατος, ζήτησα και άλλο, τους είπα μερικά αστεία για να γελάσουν. Όταν έφυγα προς τα επάνω έκλαψα και εγώ, σαν παιδί. Έφθασα στον ουλαμό στενοχωρημένος. Έφθασα σε σημείο λοιπόν να φάγω ψόφιο άλογο και μάλιστα τα Χριστούγεννα. Εάν ζήσω θα το θυμούμαι πάντα. Δεν πιστεύω να υπάρχουν οπλίτες του 50ού Συντάγματος οι οποίοι να μην έφαγαν ψόφιο κτήνος. Στον ουλαμό έμαθα ότι ο λοχαγός μας μέθυσε με κονιάκ στην σκηνή των πυροβολητών, τράβηξε το πιστόλι και την γέμισε τρύπες. Τον φέραν αργά στη σκηνή του. Κοιμούμαι πάλι βρεγμένος. Γράφω μέσα από τη σκηνή μου. Έξω εξακολουθεί να ρίχνει νερό και χιόνι, το ακούω στη σκηνή μου.

