Της Νάντιας Φώσκολου
Σε μια περίοδο χαμηλής κινητοποίησης για παραγωγή πνευματικού έργου (το μυαλό βράζει, ωστόσο δυσκολεύομαι να διοχετεύσω τον βρασμό σε ένα συγκεκριμένο αυλάκι), μια πρόσκληση σε περιοδική έκθεση του ΜοΜΑ με τριπλή αποκλειστικότητα – μόνο μέλη του μουσείου, μόνο για ένα βράδυ, και πέραν του κανονικού ωραρίου – ήρθε σαν μάννα εξ ουρανού. Kουράγιο, σύντροφοι: θα εκπλαγείτε με το τι μπορεί να μας αναγκάσει να καταφέρουμε το δέλεαρ να αποφύγουμε τα συνήθη πλήθη τού δημοφιλούς μουσείου μοντέρνας τέχνης. Μέχρι να πεις κύμινο, είχα βρεθεί στην 53η Οδό.
Σαν να μην έφτανε η αναβλητικότητα για να σε ρίξει στον βούρκο της αδράνειας, τελευταία μού την έχει πέσει και μια άλλη “φίλη” από την ΕΣΠΠ (Ένωση Σαμποτέρ Πνευματικής Παραγωγικότητας): η δυσκολία συγκέντρωσης. Τέλεια – αυτό μας έλειπε τώρα. Και όμως, ω, του θαύματος, το ΜοΜΑ το τακτοποίησε και αυτό: δεν με δελέασε απλά με μια “γιουζ-ιτ-ορ-λουζ-ιτ” προσφορά· επιπλέον, είχε φροντίσει η προσφορά να περιλαμβάνει έργα τέχνης που σε κάνουν αυτομάτως να συγκεντρωθείς – σατισφάκσιον γκαραντήντ.
Ομολογουμένως, υπήρχε ένα τρίτο συστατικό στην επιτυχημένη συνταγή, για το οποίο φέρει ταπεινά την ευθύνη η αφεντιά μου: μηδενικές προσδοκίες. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ το όνομα Jack Whitten και, επίτηδες, προσπάθησα να μη διαβάσω τίποτα σχετικό, ώστε, αφενός να ανακαλύψω τον καλλιτέχνη μόνη μου, αφετέρου να μην έχω προσδοκίες που μπορεί να διαψευσθούν – γνωστή πηγή δυστυχίας. Πήγα τάμπουλα ράζα.
Μπίνγκο: με το που αντικρίζω τους πρώτους πίνακες, καρδιοχτυπώ ήδη. Λαχταριστά κίτρινα και ροζ, θεσπέσια θαλασσιά – το χρώμα σε τυφλώνει και σε γραπώνει μέσα από γραμμές, επιφάνειες, σχήματα. Κοιτάζω τον τίτλο σε ένα ελκυστικό γαλαζωπό αφηρημένο τοπίο, τι να δω: “Mirsinaki Blue.” Μαθαίνουμε ότι ο, γεννημένος το 1939 στην Αλαμπάμα, Αφροαμερικανός ζωγράφος είχε, από το 1969, την Κρήτη ως δεύτερο σπίτι του (μετά τη Νέα Υόρκη), και πέρασε εκεί όλα τα καλοκαίρια της ζωής του, μέχρι τον θάνατό του (2018). Mirsini είναι το όνομα της κόρης του.

Η χειρωνακτική πλευρά της ζωγραφικής
Μπροστά στον ροζ σπειροειδή δίσκο (“Four Wheel Drive”, 1970), ένιωσα σαν να είχα ανακαλύψει θησαυρό· οι άλλοι επισκέπτες περνούσαν, εγώ έμενα εκεί, μαγνητισμένη – η χαρά της φόρμας. Γοητευμένη από τα παράξενα “γραμμωτά,” σαν με ραβδώσεις, τοπία, πάω κοντά (αρκετοί πίνακες είναι μνημειωδών διαστάσεων) και παρατηρώ την ασυνήθιστη υφή. Μα πώς το κάνει; Πώς είναι δυνατόν οι πινελιές να είναι τόσο τρισδιάστατες, η επιφάνεια τόσο ανάγλυφη, και αποτελούμενη από λεπτότατες παράλληλες γραμμές, τόσο γεωμετρικά τέλειες, σαν να τις έχει τραβήξει κάποιου είδους μηχάνημα;
Ε, λοιπόν, αποδεικνύεται πως ακριβώς αυτό έχει συμβεί: ο Whitten έχει εφεύρει ένα είδος πολύ πλατιάς “τσουγκράνας” (την αποκαλεί “The Developer”) για να φτιάξει τους πίνακές του. Σύροντας, “σβαρνώντας” το άκρο του εργαλείου πάνω σε στρώματα μπογιάς, καθοδηγεί, χειραγωγεί το χρώμα πάνω στην επιφάνεια εργασίας του (που βρίσκεται στο έδαφος) για να δημιουργήσει τα, σχεδόν ανάγλυφα, ζωγραφικά έργα του. Καθώς χρησιμοποιεί παραλλαγές στο άκρο (δοντάκια, λεπίδες), παραλλάσσεται και το είδος των γραμμών που αφήνει η “τσουγκράνα”, και άρα το οπτικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, είναι μοναδική η μείξη των χρωμάτων που προκύπτει.
Σε ένα χειρόγραφο σημείωμα του καλλιτέχνη, είχα προσέξει ότι γινόταν αναφορά σε ασυνήθιστα μεγάλες ποσότητες χρώματος, και είχα αναρωτηθεί: μα καλά, γιατί γράφει ολόκληρη επιστολή για να ευχαριστήσει έναν χορηγό που του προμήθευσε το χρώμα – πόση πολλή μπογιά ήθελε; Όταν είδα πώς λειτουργεί η “τσουγκράνα”, κατάλαβα ότι, όντως, ήθελε τεράστιες ποσότητες. Kαι ενώ αρχικά η διατύπωση του Whitten ότι δεν ζωγραφίζει πίνακες αλλά φτιάχνει, κατασκευάζει πίνακες (“I don’t paint a painting, I make a painting”) μού είχε φανεί κάπως εκκεντρική, όταν είδα τη φωτογραφία όπου σύρει την πλάτους τεσσάρων μέτρων και βάρους είκοσι κιλών “τσουγκράνα” του, η χειρωνακτική πλευρά της ζωγραφικής αναδύθηκε σε όλο της το νόημα.

Παίζοντας με το φωτοτυπικό
Επόμενος σταθμός, η ανακάλυψη του πειραματισμού με το… φωτοτυπικό. Ποιος θα φανταζόταν ότι ο άχρωμος, ψυχρός κόσμος των πολυεθνικών θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τόσο άμεσα το έργο ενός εικαστικού; Το 1974, στο πλαίσιο μιας υποτροφίας-εργαστηρίου που παρακολούθησε στη XEROX, δίνεται στον Whitten η ευκαιρία να πειραματιστεί με τις δυνατότητες των φωτοτυπικών και εκτυπωτικών μηχανημάτων τελευταίας τεχνολογίας. Χρησιμοποιεί το “τόουνερ” – ναι, το μελάνι σε μορφή σκόνης, νέο, τότε, υλικό, – για να σχεδιάσει κάποιες τυλιγμένες σε αχλύ μυστηρίου ασπρόμαυρες συνθέσεις, όπου, και πάλι, αναρωτιέσαι αν έχει βάλει το… χεράκι του κάποιο μηχάνημα. Πράγματι, αποδεικνύεται ότι και εδώ έχει επιστρέψει ο περίφημος “Developer”, ως μίνι τσουγκρανίτσα αυτή τη φορά, με την οποία ο καλλιτέχνης σκορπίζει ή απλώνει το μελάνι-πούδρα στο χαρτί, προσδίδοντας μια φωτογραφική αίσθηση στα σχέδια. (Το δε μοτίβο του μελανιού πάει μακριά, αφού στην Κρήτη ο Whitten ψάρευε χταπόδια τα οποία όχι μόνο μαγείρευε αλλά χρησιμοποιούσε και το μελάνι τους για να ζωγραφίσει.)
Τα κολάζ: από εδώ ώς την αιωνιότητα
Τώρα όμως ήρθε η ώρα των εμμονικών με τη λεπτομέρεια. Ευρεθέντα αντικείμενα –μια κασέτα, ένα ψάρι, κάτι σαν τσατσάρα, ένα κομμάτι σκοινί, κάτι σαν φερμουάρ–, αφού βουτήχτηκαν ή πασπαλίστηκαν (υποθέτω) με μπογιά, αφήνουν το χνάρι τους ή αιχμαλωτίζονται τα ίδια ολόκληρα στον καμβά του Whitten. Επανειλημμένα εμφανίζεται το κυψελωτό αποτύπωμα ενός υλικού που, ναι μεν μοιάζει με φυσαλίδες συσκευασίας, ωστόσο προσωπικά μού θυμίζει τις βάσεις των LEGO. Από το ατελιέ, το σπίτι ή το πεζοδρόμιο – τον περιβάλλοντα χώρο του καλλιτέχνη –, τα αντικείμενα βρίσκουν τον δρόμο προς τους πίνακες-κολάζ, και άρα προς την αιωνιότητα, μέσα από το αποτύπωμά τους. Αυτά τα “απομεινάρια” κάνουν τον θεατή να βιώσει μια απρόσμενη διασύνδεση με τον χρόνο. Σκέφτομαι ότι ζω στους ίδιους δρόμους της Νέας Υόρκης, στον ίδιο τόπο που προμήθευσε τις πρώτες ύλες για τα κολάζ που κρέμονται τώρα σαν φαντάσματα στους τοίχους του μουσείου, χρονοκάψουλες που, σαν τις φυσαλίδες συσκευασίας, έχουν παγιδέψει μέσα τους για πάντα κάτι από την καθημερινή ζωή του τότε.
Η αποκαλυπτική οικειότητα της λίστας
Παράλληλα με όλες αυτές τις βουτιές και εκπλήξεις και ανακαλύψεις, “τρέχουν”, σαν συνοδοιπόροι, σαν υπόκρουση, οι χειρόγραφες σημειώσεις του ζωγράφου, το ημερολόγιο του ατελιέ του: σκέψεις, παρατηρήσεις, ερωτήσεις, υπενθυμίσεις, στόχοι μηνός ή ζωής, εκτίθενται σε προθήκες ανάμεσα στα ίδια τα έργα. Ποιος δεν αγαπά τις λίστες; Ποιος δεν ριγά μπροστά στο πόσο άμεσα, πόσο ζωντανά εμφανίζεται, αποκαλύπτεται ένα άλλο ον όταν δούμε μια απλή λίστα που έχει γράψει με τα ίδια του τα χέρια; Βέβαια είναι ελεύθερος κανείς να τις αγνοήσει, να αφήσει το έργο και μόνο του καλλιτέχνη να μιλήσει (αντί να διαβάσει τι επιδιώκει ο καλλιτέχνης με το έργο του). Όμως κατά τη γνώμη μου, εν προκειμένω οι σημειώσεις εμπλουτίζουν την εμπειρία.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω μερικά αποσπάσματα:
Ημερολόγιο Ατελιέ 1988:
10 Μαΐου: ΕΙΜΑΙ ΦΥΣΗ
18 Σεπτεμβρίου: Ο ΧΩΡΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΚΡΑ ΜΕΣΗ
19 Σεπτεμβρίου: ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΦΟΡΜΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
10 Οκτωβρίου: Η ΛΟΓΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΜΥΘΟΣ
Ημερολόγιο Ατελιέ 1992:
8 Νοεμβρίου: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΣ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ – ΠΑΡΟΝ – ΜΕΛΛΟΝ = ΥΠΑΡΞΗ
25 Νοεμβρίου: ΚΑΘΟΜΑΙ ΚΑΙ ΒΛΕΠΩ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
23 Δεκεμβρίου: ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ:
1. ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΣ
4. ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
5. ΑΦΗΓΗΣΗ
7. ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ
8. ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ
11. ΑΛΛΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
13. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
18. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
1 Ιανουαρίου ’93: Η ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΠΑΝΕΦΕΥΡΩ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΜΟΥ
3 Ιανουαρίου ’93: ΘΕΛΩ Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΩΣ ΓΕΦΥΡΑ: ΝΑ ΓΕΦΥΡΩΣΕΙ ΤΟ ΚΕΝΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Αχά: αυτός ο πρωτοπόρος που θήτευσε στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, ωστόσο, στη δεδομένη στιγμή (1992) της καριέρας του, και καταστρώνοντας κάποιο συγκεκριμένο έργο, βάζει στόχο να αποφύγει τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό.
Τα χειρόγραφα μανιφέστα ενεργοποιούν, επιταχύνουν τον διάλογο με τον καλλιτέχνη. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που κατανικούμε την αναβλητικότητα και την έλλειψη κινητοποίησης, και πάμε (ακόμη) να δούμε τέχνη. Βγαίνουμε – όχι απλά από το σπίτι, αλλά από τον καθημερινό ρου της ζωής – και πάμε στο μουσείο για να βγούμε από τον εαυτό μας. Και να μπούμε σε διάλογο με κάτι έξω από εμάς.
Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.







