Ηταν φυσικό η Αγκυρα να ρίξει λάδι στη φωτιά της οργής μας, με αφορμή τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα SAFE (ύψους 800 δισ.). Αυτή τη σκοπιμότητα υπηρετούσαν διευκρινιστικές δηλώσεις, που έκαναν τούρκοι αξιωματούχοι την περασμένη Πέμπτη, ότι η Τουρκία επιδιώκει ακόμη ευνοϊκότερες συνθήκες για περαιτέρω συμμετοχή της στο SAFE. Μας κουρδίζουν κανονικά, για να μας στριμώξουν στη γνωστή γωνία, που πιάνουμε κάθε φορά που βρισκόμαστε εμείς μόνοι μας με όλους τους εταίρους απέναντι. (Πλην Κύπρου, συγχωρήστε με. Αυτή ποτέ δεν μας αφήνει μόνους, αλλά δεν χωράει και αυτή στη γωνία…) Αν και δεν είναι ανάγκη, για να είμαστε ειλικρινείς, γιατί συνήθως τα καταφέρνουμε καλύτερα εναντίον του εαυτού μας από κάθε άλλον αντίπαλο, ανταγωνιστή ή εχθρό μας. Αιώνες ιστορίας το αποδεικνύουν. Και πέραν αυτού, όμως, μας αρέσει αυτή η γωνία. Δεν είναι πολύ βολικά, εμείς όμως είμαστε εξοικειωμένοι με τον χώρο, τόσες φορές που έχουμε βρεθεί εκεί. (Λέγεται – δεν το έχω επιβεβαιώσει – ότι υπάρχει και ένα πορτρέτο του Ανδρέα Παπανδρέου εκεί…)

Από όλη τη φασαρία που γίνεται για το περιβόητο casus belli της Τουρκίας, προκύπτουν δύο ερωτήματα, που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε. Η τουρκική Εθνοσυνέλευση έχει εκδώσει το casus belli, για να αποτρέψει την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης παντού στα 12 ναυτικά μίλια. Πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ποτέ η περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο η Ελλάδα; Είμαστε – εκ φύσεως, ως γνωστόν – ειρηνικοί, υπέρ του διαλόγου, της συνεννόησης και του διεθνούς δικαίου. Θα μετατρέψουμε το Αιγαίο εν μιά νυκτί σε ελληνική λίμνη, όπως φοβούνται οι γείτονες; Αστεία πράγματα. Δεν θα συναντήσετε πολιτικό, ο οποίος να έχει γνώση αυτών των θεμάτων, και να μην αναγνωρίσει, στην κατ’ ιδίαν συζήτηση, ότι στο τάδε ή το δείνα σημείο δεν υπάρχει περίπτωση να μην υποχωρήσουμε. Δημοσίως, ωστόσο, είναι ταμπού να λέγεται ή έστω να υπονοείται. Για κάποιους λόγους, τους οποίους ομολογώ ότι δεν έχω καταλάβει, έχουμε αποφασίσει να πιστεύουμε ότι ο Αγιος Βασίλης υπάρχει…

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον θόρυβο που κάνουμε εμείς, για εσωτερική κατανάλωση. Ποιος λόγος υπάρχει να απευθύνουμε τις δραματικές εκκλήσεις μας στους εταίρους, εφόσον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να εμποδίσουμε τη συνεργασία; Η Τουρκία, όσο και αν ακούγεται γελοίο, έχει το καθεστώς χώρας υποψηφίας για ένταξη. (Τρελό, αλλά τι να κάνουμε…) Επομένως, περιθώριο για βέτο δεν έχουμε. Και, δυστυχώς, ακόμη και αν την τελευταία στιγμή προστρέξει στο πλευρό μας η μαρτυρική, αλλά πάντα ηρωική, Κύπρος και πάλι δεν γίνεται τίποτα. Ο λόγος είναι ότι η απόφαση, σχετικά με το κατά πόσον η Τουρκία σέβεται τις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης και του Διεθνούς Δικαίου, λαμβάνεται με τη λεγόμενη ειδική πλειοψηφία. Αρκεί, δηλαδή, το 55% των κρατών – μελών και το 65% του πληθυσμού της ΕΕ.

Διαβάζω όμως ότι υπάρχει και μια εναλλακτική πρόταση, την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουμε, λένε οι υποστηρικτές της, αντί να ασχολούμαστε με το casus belli. Είναι η επίκληση του άρθρου 42/7 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που ορίζει την υποχρεωτική συνδρομή των εταίρων σε περίπτωση «ένοπλης επίθεσης στην επικράτεια κράτους – μέλους», κατά την επίσημη διατύπωση. Εστω ότι ενεργοποιείται το άρθρο για το χατίρι μας κι ας μην υπάρχει ένοπλη επίθεση στην επικράτεια της χώρας. Πώς θα γίνει αυτή η συνδρομή; Ποια είναι τα σχέδια και ποιες οι στρατιωτικές μονάδες που θα συνδράμουν; Τίποτα σχετικό δεν υπάρχει. Η συνδρομή προϋποθέτει την ύπαρξη αμυντικού μηχανισμού, αυτό δηλαδή που μόλις τώρα συζητείται δειλά και δεν είναι ακόμη ούτε στα σπάργανα. Επομένως, τι αξία έχει η συνδρομή; Είναι σαν νόμισμα χωρίς αντίκρισμα, μια υποσχετική, ένα IOY (I owe you). Αν επενδύουμε τις ελπίδες μας στο άρθρο 42/7, τότε δεν διαφέρουμε και πολύ από τους κυπρίους αδελφούς μας, οι οποίοι, αν και δεν έχουν στο νησί ούτε βιοτεχνία παραγωγής φυσιγγίων για κυνηγετικά όπλα, διαθέτουν Εθνικό Συμβούλιο Κυπριακής Αμυντικής Βιομηχανίας. Μαγικός ρεαλισμός λέγεται αυτό στη λογοτεχνία, στην εξωτερική πολιτική δεν ξέρω πώς το λένε.

Η αιτία των προβλημάτων μας είναι ότι προσπαθούμε διμερή θέματα, που λύνονται βάσει του Διεθνούς Δικαίου (Χάγη κ.λπ.), να τα αναγάγουμε σε διεθνή, που αφορούν και τους άλλους. Επ’ αυτού, στη χώρα επικρατεί απόλυτη συναίνεση. Θα αλλάξουμε στάση μόνο όταν οι συνθήκες θα μας υποχρεώνουν και δεν θα υπάρχει άλλος δρόμος.