Σήμα κινδύνου εκπέμπει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία διεθνών οργανισμών, αντιμετωπίζει μια σειρά σοβαρών προκλήσεων, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση του κόστους λόγω των τεχνολογικών καινοτομιών και οι ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού. Μάλιστα, τα σημαντικά προβλήματα επιδεινώθηκαν εξαιτίας της πολυετούς λιτότητας και της πολύμηνης υγειονομικής πανδημίας.

Προκλήσεις. Και μπορεί να έχουν περάσει 40 χρόνια από τη δημιουργία του, ωστόσο το ΕΣΥ παρουσιάζει δομικά ζητήματα και βρίσκεται αντιμέτωπο με επιπλέον προκλήσεις εξαιτίας ορισμένων ιδιαιτεροτήτων όπως το διαφορετικό μείγμα εισροών της δημόσιας δαπάνης υγείας από τη φορολογία και την ασφάλιση και τη μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης.

Χαρακτηριστικά της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η υγεία στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τις δαπάνες, οι οποίες είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ ένα σημαντικά μεγάλο ποσοστό τους δεν πληρώνεται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Η κατά κεφαλή δαπάνη για υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα ανήλθε το 2022 σε περίπου 3.000 δολάρια (με προσαρμογή για την αγοραστική δύναμη) έναντι σχεδόν 5.000 δολαρίων κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, δηλαδή ήταν κατά 40% χαμηλότερη. Η κάλυψη των δαπανών αυτών έγινε σε ποσοστό σχεδόν 38% από τους ίδιους τους ασθενείς (με βάση στοιχεία για το 2021), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ήταν περίπου 24%.

Μελέτες. Από την έκθεση επιβεβαιώνεται επίσης ότι η Ελλάδα έχει αναλογικά πολλούς γιατρούς αλλά και πολύ λίγο νοσηλευτικό προσωπικό. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των γιατρών ανά 1.000 κατοίκους ήταν 6,3 στην Ελλάδα έναντι 3,7 στον ΟΟΣΑ, ενώ αντίθετα υπήρχαν μόνο 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους έναντι 9,2 στον ΟΟΣΑ.

Ο αριθμός των γιατρών στην Ελλάδα ήταν αναλογικά ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά η έκθεση σημειώνει ότι ο αριθμός μπορεί να είναι υπερεκτιμημένος καθώς περιλαμβάνει όλους τους γιατρούς που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των νοσοκομειακών κλινών, η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ με 4,3 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι και η τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία καταγράφει σημαντική υποχώρηση στη χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα έναντι αύξησης στην ΕΕ, ενώ σημαντικό χαρακτηριστικό του μείγματος των χρηματοδοτικών πόρων του ελληνικού συστήματος υγείας είναι το πολύ υψηλό ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2021 παρουσίασε μείωση κατά -14,4% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009 (114,9 εκατ. ευρώ το 2021 έναντι 134,3 εκατ. το 2009), το ποσοστό τους στο σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών είναι υψηλότερο.

Δαπάνες. Ταυτόχρονα, η έκθεση ανέδειξε ότι η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας διαμορφώνεται στα 16,7 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 25% σε σύγκριση με το 2009. Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αντιστροφή της πτωτικής τάσης κυρίως λόγω της αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης κατά 1,9 δισ. (10,4 δισ. το 2021 έναντι 8,5 δισ. το 2015), όμως η υποχώρηση στη δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ήταν σημαντική έναντι αύξησης στην ΕΕ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν οι μισοί Ελληνες (47%), σύμφωνα με έρευνα της Focus Bari, πιστεύουν ότι το ελληνικό σύστημα υγείας βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης και ως βασική αιτία οι 4 στους 10 (41%), παρουσιάζουν την ανεπαρκή χρηματοδότηση, όταν ο μέσος όρος στην έρευνα –μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ– ανέρχεται σε 36%.