Διχασμένοι εμφανίζονται οι γιατροί του ΕΣΥ για τον έως και σήμερα… απενεργοποιημένο νόμο της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, που θα έδινε το «πράσινο φως» για ιδιωτικό έργο υπό προϋποθέσεις. Μια μερίδα των λειτουργών του Ιπποκράτη, απογοητευμένη από τους καθηλωμένους μισθούς και την εξελικτική αδράνεια στα δημόσια νοσοκομεία, ασκεί πιέσεις για την υπογραφή των σχετικών υπουργικών αποφάσεων που θα ξεκλείδωναν τον δρόμο προς τον ιδιωτικό τομέα, με τα στελέχη στην οδό Αριστοτέλους εντούτοις να… κερδίζουν χρόνο.

Αλλωστε, μια τέτοια απόφαση δεν θα ήταν… βελούδινη, καθώς θα προκαλούσε ρωγμές στα θεμέλια του ΕΣΥ. Οι συνδικαλιστές άλλωστε είχαν εκφράσει εξαρχής αντίθετη γνώμη, διευκρινίζοντας προς κάθε κατεύθυνση πως η άρση της αποκλειστικής απασχόλησης στα δημόσια νοσοκομεία θα αποτελούσε «casus belli». Και σε κάθε ευκαιρία απαιτούν γενναίες μισθολογικές αυξήσεις και στελέχωση των νοσηλευτικών ιδρυμάτων.

Οι πιο μετριοπαθείς, πάλι, αντιλαμβάνονται πως οι μισθοί στο ΕΣΥ δεν αναμένεται να γίνουν ανταγωνιστικοί, συγκριτικά για παράδειγμα με εκείνους των ευρωπαίων συναδέλφων τους ή όσων εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, αναζητώντας εναλλακτικές οικονομικές διεξόδους και πιο ευέλικτες σχέσεις εργασίας, όπως αυτές που θεσμοθέτησε η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα. Και επιμένουν ότι οι ολοένα αυξημένες παραιτήσεις από τα δημόσια νοσοκομεία καθρεφτίζουν τη γενικευμένη δυσαρέσκεια.

Τι προέβλεπε ο νόμος του 2022

Για την ιστορία, όλα ξεκίνησαν το 2022, όταν στη Βουλή ψηφίστηκε εν μέσω αντιδράσεων ο νόμος 4999/2022, με σημείο αιχμής το άρθρο 10. Ηδη, από τα σχόλια που δέχτηκε το συγκεκριμένο άρθρο κατά την περίοδο δημόσιας διαβούλευσης, διαφάνηκε πως θα ξεσπούσε «εμφύλιος» στους κύκλους των γιατρών.

Τότε ορισμένοι έκαναν λόγο στα σχόλιά τους για «διόρθωση μιας μεγάλης αδικίας» και για ρυθμίσεις που επαναφέρουν την αξιοπρέπεια στους λειτουργούς του Ιπποκράτη που υπηρετούν το δημόσιο σύστημα. Από την άλλη, ισχυρές φωνές επέμεναν πως το εν λόγω νομοσχέδιο θα λειτουργήσει ως «ταφόπλακα» για το ΕΣΥ.

Πιο συγκεκριμένα, ο νομοθέτης προέβλεπε πως «κατ’ εξαίρεση, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. που υπηρετούν σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. η λειτουργία ιδιωτικού ιατρείου ή η παροχή ιατρικών υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής του συμβούλου, σε ιδιωτική κλινική ή ιδιωτικό διαγνωστικό ή θεραπευτικό εργαστήριο και γενικότερα σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας, έως δύο (2) φορές την εβδομάδα, μετά από άδεια του Διοικητή ή του Προέδρου του νοσοκομείου, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου ιατρού».

Για την εύρυθμη όμως λειτουργία των κλινικών των δημόσιων νοσοκομείων ορίζονταν και αυστηρές προϋποθέσεις, όπως οι γιατροί να ασκούν ιδιωτικό έργο πέραν του τακτικού ωραρίου αλλά και να είναι συνεπείς στο εφημεριακό τους έργο. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η συμμετοχή τους στην ολοήμερη λειτουργία του ΕΣΥ – δηλαδή, τα απογευματινά ιατρεία ή τα απογευματινά χειρουργεία.

Δέσμη μέτρων για ελκυστικό ΕΣΥ

Εκτοτε, έχουν περάσει 11 μήνες χωρίς να έχουν εκδοθεί οι απαραίτητες υπουργικές αποφάσεις που θα έθεταν το συγκεκριμένο άρθρο σε ισχύ. Οι εκπρόσωποι των γιατρών του ΕΣΥ χαρακτηρίζουν την πολιτική αυτή απροθυμία αναμενόμενη. Ωστόσο, υπό την απουσία σχετικών εξελίξεων, μια μερίδα γιατρών του ΕΣΥ (κυρίως στην Αττική) επιχείρησε να αναζωπυρώσει το θέμα υποβάλλοντας πρόσφατα σχετικά αιτήματα προς τις διοικήσεις των νοσοκομείων όπου υπηρετούν. Μάλιστα, στις επιστολές που απέστειλαν έκαναν λόγο για οικονομική ζημιά εξαιτίας της αργοπορίας που έχει ανακύψει στην ενεργοποίηση του νόμου.

Προς το παρόν πάντως, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας εμφανίζεται προσηλωμένη στη διευθέτηση πιο επιτακτικών θεμάτων, ενώ παράλληλα επεξεργάζεται μια δέσμη μέτρων ώστε να γίνει εκ νέου ελκυστικό το ΕΣΥ στους γιατρούς. Στο πλαίσιο αυτό, προκηρύσσονται άμεσα 250 θέσεις επίκουρων καθηγητών Ιατρικής κλινικών ειδικοτήτων στις Ιατρικές Σχολές της χώρας για τη στήριξη και στελέχωση των δημόσιων πανεπιστημιακών νοσοκομείων. Παράλληλα όμως σχεδιάζεται επιπλέον αύξηση για τους γιατρούς του ΕΣΥ, αλλά και θέσπιση οικονομικών κινήτρων για τη στελέχωση θέσεων σε «προβληματικές περιοχές» της χώρας.