Συνολικά χρέη που αντιστοιχούν όσο δύο φορές το ελληνικό ΑΕΠ σηκώνουν στις πλάτες τους οι Ελληνες και εκ των οποίων τα μισά περίπου έχουν χτυπήσει «κόκκινο». Το ιδιωτικό χρέος φτάνει στο ιλιγγιώδες ποσό των 406 δισ. ευρώ, δηλαδή οι οφειλές που έχουν συνολικά τα ελληνικά νοικοκυριά, επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, Εφορία κ.λπ., εκ των οποίων πάνω από τα μισά έχουν χτυπήσει «κόκκινο».

Το βουνό των χρεών ενδέχεται να «ψηλώσει» περαιτέρω, με το υπουργείο Οικονομικών, τράπεζες και διαχειριστές οφειλών (servicers) να χτυπούν καμπανάκι για το σοβαρό ενδεχόμενο να δημιουργηθούν νέα φέσια λόγω της συρρίκνωσης των εισοδημάτων από την ακρίβεια.

Οι υποχρεώσεις των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σε απόλυτες τιμές, την ώρα που η αγοραστική δύναμη έχει σημαντικά ψαλιδιστεί. Η αβεβαιότητα και το αυξημένο κόστος ζωής οδηγούν τους οφειλέτες να πληρώνουν τα απαραίτητα.

Ηδη καταγράφεται η τάση να ιεραρχούν την πληρωμή των υποχρεώσεων, βάζοντας πρώτα τα πάγια έξοδα των σπιτιών τους και των επιχειρήσεών τους, αφήνοντας τελευταία τα καταναλωτικά ή και μέρος των οφειλών προς την Εφορία.

Προς το παρόν φαίνεται πως δίνεται μια προτεραιότητα στα στεγαστικά δάνεια υπό τον φόβο των πλειστηριασμών. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα τελευταία στοιχεία από την φορολογική Αρχή, αφού τα χρέη ανήλθαν στα 6,28 δισ. ευρώ στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου. Από το ποσό αυτό, τα 5,78 δισ. ευρώ είναι απλήρωτοι φόροι οι οποίοι αυξήθηκαν σε έναν μήνα κατά 919 εκατ. ευρώ (Σεπτέμβριο προς Αύγουστο).

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, έως τον Ιούνιο του 2022 το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος ανήλθε σε 258 δισ. ευρώ. Παρά τη μείωσή του τα τελευταία δύο έτη, το βουνό του χρεών παραμένει βαρίδι για την ελληνική οικονομία παρά τις προσπάθειες για τη διαχείρισή του. Η νάρκη συνοψίζεται στο στοιχείο ότι το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ιδιωτικού χρέους τον Ιούνιο του 2022 ήταν 63,6%.

Εχει μειωθεί κατά το ελάχιστο αφού το 2018 ήταν 69,8% . Πλέον η παρούσα συγκυρία, με την εκτόξευση του πληθωρισμού, ξυπνά τον εφιάλτη να διαγραφεί η όποια προσπάθεια έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι θετικό ότι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (στη 16η θέση) ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, όμως παραμένει σε απόλυτες τιμές υψηλό, καθώς ξεπερνάει ακόμα και το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας το οποίο βρίσκεται στα περίπου 340 δισ. ευρώ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο δείκτης του ελληνικού ιδιωτικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι κοντά στο 125%, με τον μέσο όρο του δείκτη για τις 27 χώρες της ΕΕ να ανέρχεται σε 162,51% για το 2020.

ΠΟΙΟΣ ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΠΟΥ

Το ληξιπρόθεσμο χρέος προς την Εφορία ανέρχεται συνολικά σε 113 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 26 δισ. χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτα είσπραξης), με το πραγματικό υπόλοιπο να περιορίζεται σε 86,8 δισ. ευρώ (ληξιπρόθεσμο χρέος επιχειρήσεων 74 δισ. ευρώ, ληξιπρόθεσμο χρέος φυσικών προσώπων 39 δισ. ευρώ). Προς τον ΕΦΚΑ σε 43 δισ. ευρώ (17%), προς τις τράπεζες σε 15 δισ. ευρώ (6%) και προς τους servicers σε 87δισ. ευρώ (34%). Το ποσοστό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ανέρχεται σε 60% και προς τους χρηματοδοτικούς φορείς σε 40%, τον Ιούνιο του 2022.

Μέσω των τιτλοποιήσεων του προγράμματος «Ηρακλής», οι τράπεζες μείωσαν τον δείκτη των μην εξυπηρετούμενων δανείων από το 45% το καλοκαίρι του 2019 σε μονοψήφιο δείκτη το καλοκαίρι του 2022. Ομως, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν προς τις τράπεζες περίπου στα 15 δισ. και προς τους services 87 δισ. ευρώ (τον Ιούνιο του 2022). Εν ολίγοις, το ιδιωτικό χρέος παραμένει σχεδόν ίδιο, απλά μεταφέρθηκε, αφού αντίστοιχα το 2018 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τις τράπεζες ήταν 89,28 δισ. ευρώ και προς τους servicers 17,9 δισ. ευρώ.

Το ποσοστό των ρυθμισμένων δανείων από τράπεζες και servicers ανέρχεται σε περίπου 29% με τις διμερείς ρυθμίσεις να ανέρχονται σε 41 δισ. ευρώ. Από τον εξωδικαστικό μηχανισμό οι ρυθμίσεις να ανέρχονται σε 242 εκατ. ευρώ.