Ο παραδοσιακός ανθρωπισµός και κυρίως ο µεταδιαφωτιστικός θετικισµός και επιστηµονισµός – ο οποίος εγκαινίασε την κατάτµηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων συχνά σε σχεδόν αυτοτελή πεδία (οικονοµικό, πολιτικό, κοινωνικό, βιοπολιτικό κ.τ.λ.), υπονοµεύοντας µια ολιστική προσέγγιση στον άνθρωπο, τις δυνατότητες, τις ανάγκες του και τις συνθήκες οργανωµένης και θεσµοποιηµένης συνύπαρξής του µε τους οµοίους του («πολιτική») – δέχθηκε κοσµοϊστορικών συνεπειών και διαφορετικών ιδεολογικών προσανατολισµών επιθέσεις στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής σκέψης ήδη από την εποχή του Νίτσε, µε απόγειο την ευρωπαϊκή πρωτοπορία στο πρώτο µισό του 20ού αιώνα (όπως έχει καταδείξει στο εξαιρετικά ρηξικέλευθο βιβλίο του «Greek Mythologies» ο Dimitrios Yatromanolakis), τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Μισέλ Φουκό, τον Ζακ Ντεριντά και αρκετούς συνοµιλητές τους. Είτε το οµολογούσαν ξεκάθαρα είτε όχι, το σύνολο των κριτικών αυτών είχαν ως στόχο τους τούς όρους και τα κριτήρια των εκάστοτε «αληθειών» που ήλεγχαν.

Στη σηµερινή εποχή της υπερβατικοποίησης της ψηφιοποιηµένης οικονοµίας και της ψηφιοποίησης των κοινωνικοοικονοµικών και πολιτικών σχέσεων και συνθηκών, τα όρια µεταξύ πραγµατικότητας / αλήθειας και του τεχνολογικά κατασκευασµένου και ελεγχόµενου εικονικού / φαινοµενικού έχουν καταστεί πιο δυσδιάκριτα παρά ποτέ. Το τεχνολογικά αφηρηµένο, και εν πολλοίς αποµακρυσµένο – ως προς τη δοµή λειτουργίας αλλά και καταγωγής του – από το πεδίο γνωστικών δυνατοτήτων του καθηµερινού ανθρώπου, έχει καταστεί το, τρόπον τινά, υπερβατικό «Αλλο» της εποχής που διανύουµε, την οποία ορίζω ως «νεοµεσαιωνικό µετακαπιταλισµό». Αυτό το οιονεί υπερβατικό, το οποίο ωστόσο στερείται κάποιου σταθερού µεταφυσικού τέλους (εν αντιθέσει µε τη µεταφυσική εµπειρία του «µεσαιωνικού» ή, καλύτερα, προ-θετικιστικού ανθρώπου), αποτελεί τη βασική συνθήκη του «νεοµεσαιωνικού µετακαπιταλισµού».

Η πολυδιάστατη αυτή εξέλιξη σηµαίνει ότι η ίδια η έννοια της αλήθειας, ή µάλλον του αληθούς, και του πραγµατικού έχει επαναπροσδιορισθεί ριζικά, αφενός επειδή αποτελεί κατασκεύασµα όχι κάποιας υποτιθέµενης υπερβατικής δύναµης, αλλά του ίδιου του ανθρώπου (τεχνολογία), και αφετέρου επειδή µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο πολλαπλών (και, πολύ συχνά, δύσκολα διακριτών) µορφών χειραγώγησης (βλ., στο επίπεδο των καθηµερινών πληροφοριών, το φαινόµενο των λεγόµενων fake news).

Αντλώντας από την αρχαιοελληνική παράδοση, θα έλεγα ότι αυτή η ρευστότητα, ενίοτε αντιφατικότητα, της υπόστασης της εικονικής πραγµατικότητας ως βασικής συνθήκης του «νεοµεσαιωνικού µετακαπιταλισµού» βρίσκει ένα προδροµικό και εξαιρετικά εκφραστικό παράλληλο στον µύθο της Ελένης, όπως τον επεξεργάστηκε ο Ευριπίδης στην οµώνυµη τραγωδία του και αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης: σύµφωνα µε την εκδοχή αυτή, δεν ήταν η ίδια η Ελένη που πήγε στην Τροία µε τον Πάρη, αλλά το είδωλό της – το «ολόγραµµά» της θα λέγαµε σήµερα.

Η ανάγνωση της ιστορίας αυτής στις ηµέρες µας, υπό το πρίσµα της νεοµεσαιωνικής, ψηφιοποιητικής και ψηφιοποιηµένης υπερβατικότητας, καταδεικνύει πόσο εύκολα η εικονική πραγµατικότητα µπορεί να αναχθεί σε, και να επιβληθεί ως, ύπατη πραγµατικότητα. Επίσης, υποβάλλει την ιδέα ότι η αλήθεια δεν είναι κάτι δοσµένο ή απόλυτο, αλλά εξαρτάται, ως επί το πλείστον, από διάφορους παράγοντες. Ο Νίτσε το είχε εκφράσει αυτό µε µια χαρακτηριστική µεταφορά: οι αλήθειες, λέει, καταντούν φθαρµένα νοµίσµατα, απλά µεταλλικά αντικείµενα που έχουν πάψει να έχουν ανταλλακτική αξία. Το τι είναι σήµερα όντως ή δυνάµει πραγµατικό διαφέρει, κάποτε ριζικά, από αυτό που σε άλλες εποχές και κοινωνίες εθεωρείτο ως τέτοιο.

Η «αλήθεια» και το «πραγµατικό» δεν συνιστούν απόλυτες κατηγορίες, αλλά πρέπει να προσδιορίζονται και να διερευνώνται σε συγκεκριµένο κάθε φορά πολιτισµικό, ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο: η προσέγγισή µας των εννοιών αυτών πρέπει, µε άλλα λόγια, να είναι κατεξοχήν ανθρωπολογική.

Πρόκειται για γεγονός που συχνά λησµονούµε.Εναπόκειται, ισχυρίζοµαι, κυρίως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήµες να το υπενθυµίζουν, αντλώντας από τη φαρέτρα της δια-κριτικής τους τέχνης, η οποία πρέπει κάποτε να επιδρά στον νου των πολιτών και των πολιτικών µε την ένταση που το διαλεκτικό κέντρισµα του Σωκράτη, ενός κατεξοχήν αντι-οικονοµικού στοχαστή, ενστάλαζε στη σκέψη των συνοµιλητών του το φάρµακον της αµφισβήτησης. Την ευθύνη αυτή των επιστηµών του ανθρώπου και της κοινωνίας θα επιχειρήσω να προσδιορίσω σε επόµενο κείµενό µου.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, επιστηµονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, Πανεπιστήµιο Χάρβαρντ