Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρεται όταν το πολιτικό ρεπορτάζ στέκεται σε κόντρες προσώπων στο εσωτερικό του, όμως συνεχίζει να το τροφοδοτεί με τέτοιες ειδήσεις, την ώρα που η παραγωγή πολιτικής δείχνει να έχει ανασταλεί μέχρι νεωτέρας.

Υπό κανονικές συνθήκες θα περίμενε κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της αριστεράς, να αντιδρά ιδιαίτερα επιθετικά στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος πολιτικού ρεπορτάζ για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφιερώνεται στις προσωπικές στρατηγικές των στελεχών και στις κόντρες προσώπων που αποτυπώνουν τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι σε μεγάλο βαθμό το σχετικό ρεπορτάζ τροφοδοτείται από διαρροές ή άτυπες ενημερώσεις που κάνουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να μαθαίνουμε περισσότερα για το τι έγραψε ο Παύλος Πολάκης για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο ή για το ποια «μηνύματα» στέλνει με τη στήλη του ο Θανάσης Καρτερός, θεωρούμενος κατά τεκμήριο ως μεθερμηνευτής της γραμμής Τσίπρα, ή για την θρυλούμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Δημήτρη Τζανακόπουλο και τον Νίκο Παππά, ως σύγκρουση εντός των «προεδρικών», παρά για τις προγραμματικές πλευρές της αντιπολιτευτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει την επίσημη πολιτική

Για όποιον παρακολουθεί τα πολιτικά πράγματα, τέτοια φαινόμενα φαντάζουν αυτονόητα. Στα «αστικά» κόμματα υπάρχει μεγάλη παράδοση οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις να προσωποποιούνται και τα διάφορα πολιτικά στελέχη να οικοδομούν και πολιτικές στρατηγικές. Μάλιστα, σε αυτά τα κόμματα η ατομική απήχηση ενός στελέχους (π.χ. οι σταυροί που παίρνει στις εκλογές) θεωρείται κα κριτήριο απήχησης του ρεύματος στο οποίο ανήκει.

Άλλωστε, η επαγγελματική πολιτική είναι ένα πεδίο κατεξοχήν ανταγωνιστικό και σε ατομικό επίπεδο. Μάλιστα, όσο υποχωρεί η βαρύτητα των κομματικών μηχανισμών προς όφελος των επικοινωνιακών μηχανισμών, τόσο υποχωρεί και αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί και «ανιδιοτελής» κομματική στράτευση, τουλάχιστον εάν μιλάμε για τα κόμματα εξουσίας.

Όμως, υποτίθεται ότι η αριστερά είχε μια διαφορετική παράδοση, που προσπαθούσε να τιθασεύσει τις ατομικές φιλοδοξίες, έδινε βάρος στις ιδεολογικές διαφορές και όχι στις ατομικές αντιπαραθέσεις και προσπαθούσε να προκρίνει τη συλλογικότητα και στην απόφαση και στη δράση.

Ακόμη και όταν οι αντιπαραθέσεις είχαν προσωπικούς φορείς ήταν παραδοσιακά έντονη η προσπάθεια αυτοί να φέρονται ως φορείς ιδεολογικών και στρατηγικών απόψεων.

Αυτό φαίνεται ότι χάθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως στην πορεία προς την εξουσία και μετά κατά τη διακυβέρνηση. Τότε αφέθηκε πολύ περισσότερο ελεύθερη η ατομική φιλοδοξία, που ενισχύθηκε και από την προσέλκυση στελεχών από άλλους χώρους, που ήταν και πιο συνηθισμένα σε τέτοιες πρακτικές.

Ακόμη περισσότερο, η εμπλοκή με την κυβερνητική διαχείριση διαμόρφωσε και μια άλλη αντίληψη της ίδια της πολιτικής, λιγότερο «ιδεαλιστική» και πολύ πιο κοντά στην έννοια της «επαγγελματικής πολιτικής» που βλέπουμε να κυριαρχεί στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες.

Ταυτόχρονα, με έναν τρόπο για τον ΣΥΡΙΖΑ η περίοδος της κυβερνητικής διαχείρισης ήταν ταυτόχρονα και ο «βαθμός μηδέν» ως προς αυτό που θα λέγαμε αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση, εφόσον κατά βάση διαχειρίστηκε και εφάρμοσε μια επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική, όπως αυτή είχε συμπυκνωθεί στα μνημόνια.

Η όψιμη προσωπολατρία του Αλέξη Τσίπρα

Κομμάτι αυτής της μετατροπής σε ένα πιο παραδοσιακό κόμμα και ο τρόπος που τίθεται το ζήτημα της «ηγεσίας». Εδώ πρέπει να πούμε ότι η αριστερά έχει μια αμφίθυμη παράδοση επί του θέματος, μια παράδοση που συνδυάζει τον κομβικό ρόλο ηγετικών προσωπικοτήτων με την αναγκαία συλλογικότητα στην απόφαση. Ωστόσο, διάφορες τραυματικές εμπειρίες – ορισμένες αυτές από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα – είχαν διαμορφώσει μια διαφορετική παράδοση που απέφευγε την υπερβολική επικέντρωση στην προσωπικότητα.

Μάλιστα και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ για αρκετό διάστημα, συμπεριλαμβανομένης της ανοδικής πορείας του προς την εξουσία ήταν ταυτόχρονα ένα πλατύ κίνημα και το «κόμμα του Τσίπρα». Ωστόσο, αντικειμενική η φιγούρα του Αλέξη Τσίπρα απέκτησε κεντρικό ρόλο, ιδίως από τον τρόπο που χειρίστηκε τις τρεις μεγάλες εκλογικές μάχες του ΣΥΡΙΖΑ. Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι στη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όντως το «ισχυρό χαρτί» στην πολιτική απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

Όμως, στην περίοδο της αντιπολίτευσης τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να έχει πιο συνεκτική τοποθέτηση ως κόμμα που δικαιολογούσε τα μνημόνια που εφάρμοζε παρά ως κόμμα που κάνει αντιπολίτευση σε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση και μέσα σε μια συγκυρία «αχαρτογράφητων υδάτων» σε πλανητική κλίμακα. Αυτή η τρέχουσα έλλειψη συνοχής αποτυπώνεται κάποιες φορές και στον «διεκπεραιωτικό» χαρακτήρα των παρεμβάσεων του Αλέξη Τσίπρα.

Δηλαδή σε μια περίοδο που θα περίμενε κανείς τον Αλέξη Τσίπρα να εμφανίζεται ως ο φορέας της αποτίμησης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, του αναστοχασμού και της διατύπωσης νέας προγραμματικής πρότασης, αυτής που θα επέτρεπε την όξυνση της φθοράς της κυβέρνησης και την αμφισβήτηση του ηγεμονικού ρόλου της ΝΔ στο πολιτικό σκηνικό, αυτό που βγαίνει είναι μια αρκετά κλασικά αντιπολιτευτική ρητορική.

Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι απλώς μια τακτική αναμονής σε έναν αγώνα που θα έχει χαρακτηριστικά «κούρσας αντοχής», εάν δεν συνοδευόταν από μια ιδιότυπη, σχεδόν καταναγκαστική προσπάθεια να τονιστεί ο αναντικατάστατος ηγετικός ρόλος του ηγέτη, με τρόπο ανοίκειο όχι για κόμμα της αριστεράς αλλά συνολικά για τη σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής που αντιλαμβάνεται τη σημασία του ευρύτερου στελεχιακού δυναμικού ως παράγοντα για τη δυναμική ενός κόμματος.

Η αντιπολιτευτική αμηχανία

Ακόμη και τα «αστικά» κόμματα έχουν ένα ορισμένο ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης που συνήθως οδηγεί σε περιορισμό των μεγάλων εσωτερικών αντιπαραθέσεων όταν είναι στην αντιπολίτευση και όταν δεν υπάρχει στον ορίζοντα π.χ. μια προοπτική αλλαγή ηγεσίας (άλλωστε συνήθως οι αλλαγές ηγεσίας γίνονται αμέσως μετά τις ήττες και πάνω στη φόρτισή τους.

Βέβαια, υπάρχει πάντοτε και ο πειρασμός να θεωρηθεί ότι ακριβώς η επίδειξη «εσωκομματικής πυγμής» κατοχυρώνει την ηγεσία. Όμως, αυτό προϋποθέτει και το πολιτικό περιεχόμενο της ηγετικής πρότασης, διαφορετικά φαντάζει απλή επίδειξη εσωκομματικού τσαμπουκά.

Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν λείπει η αίσθηση μιας στιβαρής αντιπολίτευσης σε μια κυβέρνηση που έχει ήδη αρχίσει και λάθη να κάνει και αδυναμίες να παρουσιάζει και μάλιστα σε σχέση με τη διαχείριση μεγάλων κρίσεων.

Προφανώς και αντιπολιτευτικές δηλώσεις γίνονται για κάθε ζήτημα από τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι την αυταρχική συμπεριφορά της αστυνομίας και το νέο πτωχευτικό κώδικα. Όμως, δεν συνιστούν μια εναλλακτική διαχείριση. Μοιάζουν περισσότερο με την κλασική αντιπολιτευτική ρητορική που κανείς αναμένει πάντα να έχει η αντιπολίτευση.

Ρόλο παίζει σε αυτό, φυσικά, και το βάρος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ που αντικειμενικά τροφοδότησε μια διάχυτη αίσθηση ότι δεν υπάρχουν και μεγάλες διαφορές. Αυτό επίσης γεννά και στιγμές ιδιότυπης αμηχανίας, όταν π.χ. στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για τον νέο πτωχευτικό κώδικα τοποθετήθηκε ως εκπρόσωπος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) η κ. Μαρίκα Φραγκάκη για πολλά χρόνια στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που τοποθετήθηκε στο ΤΧΣ το 2017.

Η απουσία προγραμματικής συζήτησης

Η περίοδος που διανύουμε φαντάζει μια περίοδος όπου θα μπορούσε η Αριστερά να κάνει ιδεολογική αντεπίθεση. Οι επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στα συστήματα υγείας και στους μηχανισμούς που γεννούν πανδημίες ή σωρεύουν «υποκείμενα προβλήματα υγεία» υπογραμμίστηκαν τραγικά. Οι «δυνάμεις της αγοράς» δεν φάνηκαν ικανές να κινητοποιήσουν πόρους για την έγκαιρη προετοιμασία για την υγειονομική κρίση. Η παγκόσμια ύφεση θέτει υπό αμφισβήτηση ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης, παραγωγής και κατανάλωσης. Η «επιστροφή του κράτους» σε όλο τον πλανήτη διαμορφώνει νέα δεδομένα. Η επερχόμενη κλιματική αλλαγή θέτει το ερώτημα εάν είναι συμβατές η επιβίωση της ανθρωπότητας και η αέναη αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Η κρίση της αμερικανικής ηγεσίας όπως και η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος απαιτούν νέες ιδέες για μια πιο δίκαιη οργάνωση των διεθνών σχέσεων.

Όμως, όλα αυτά λίγο φαίνεται να απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρεί πιο σημαντική τη διαμάχη περί της «πασοκοποίησης» ή μη και δη χωρίς να εξηγείται πώς ορίζεται η διαχωριστική γραμμή.

Ακόμη και σε κρίσιμα θέματα, όπως είναι η νέα όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, διατυπώνονται θέσεις, όπως αυτή για τα 12 νμ, χωρίς να τεκμηριώνεται σε ποιο στρατηγικό πλαίσιο εντάσσονται και εμφανή την προσπάθεια αντιπολιτευτικού εντυπωσιασμού.

Σε μεγάλες συζητήσεις που ανοίγουν, στις οποίες θα μπορούσαν να αναδειχτούν βαθιές διαφορές ανάμεσα σε οπτικές και οι οποίες αφορούν σημαντικούς τομείς όπως η παιδεία, πέραν της υποστήριξης συνδικαλιστικών αιτημάτων απουσιάζουν οι στρατηγικές προτάσεις.

Μόνο που όλα αυτά ούτε τη διεκδίκηση εκ νέου της ηγεμονίας επιτρέπουν, ούτε δίνουν βάθος στις όποιες αντιπαραθέσεις. Πολύ περισσότερο παραπέμπουν σε μάχες μηχανισμών για τον έλεγχο ενός κόμματος με κρίση στρατηγικής.