Για άλλη μια φορά ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εσωτερική διαφωνία, έστω και όχι ιδιαίτερα οξυμμένη, που αντανακλά την ίδια την αντιφατικότητα της διαμόρφωσής του.

Αφορμή αυτή τη φορά τα εθνικά θέματα και η στάση που θα κρατήσει το κόμμα απέναντι στην επικύρωση των συμφωνιών με την Ιταλία και τη Αίγυπτο, για την οριοθέτηση ΑΟΖ, αλλά και συνολικά απέναντι στην προοπτική διαλόγου με την Τουρκία.

Από τη μια υπήρξαν τοποθετήσεις που έτειναν περισσότερο προς μια πιο κλασική αντιπολιτευτική τοποθέτηση περί «ενδοτισμού», εκ μέρους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Πλάι σε αυτές υπήρξαν και πιο «σκληρές» τοποθετήσεις όπως αυτές του πρώην ΥΠΕΞ κ. Νίκου Κοτζιά, που υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός για τις κατά τη γνώμη απαράδεκτες παραχωρήσεις στη συμφωνία με την Αίγυπτο.

Από την άλλη υπήρξαν διαφωνίες προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την ανάγκη να υπάρξει τώρα διάλογος με την Τουρκία, που ήρθαν από δύο πλευρές: την τάση των 53+ αλλά και στελέχη προερχόμενα από την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά όπως ο κ. Νίκος Μπίστης.

Όλα αυτά συγκεφαλαιώθηκαν στο ερώτημα για τη στάση που θα έπαιρνε ο ΣΥΡΙΖΑ ως προς την κύρωση της συμφωνίας με την Αίγυπτο για τη  μερική οριοθέτηση ΑΟΖ. Οι υποστηρικτές μιας πιο σκληρής γραμμής προέκριναν μια απορριπτική θέση, ενώ οι οπαδοί του διαλόγου μια πιο ευμενή. Τελικά, αποφασίστηκε να δηλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ «παρών» ως προς τη συμφωνία με την Αίγυπτο και να υπερψηφίσει τη συμφωνία με την Ιταλία.

Διαιρετικές γραμμές που κρατούν από καιρό

Όπως έχουν επισημάνει συχνά όσοι παρατηρούν τις μετατοπίσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει πάντα μια ορισμένη διαχωριστική γραμμή ως προς τη στάση στα ελληνοτουρκικά.

Από τη μια, υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει, εδώ και δεκαετίες ότι χρειάζεται να υπάρξει μεγαλύτερη τόλμη στο διάλογο με την Τουρκία, έναν διάλογο που δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας αλλά να συμπεριλάβει το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με στόχο μια ανάλογα συνολική διαδικασία επίλυσης. Στην άποψη αυτή, που παραδέχεται ότι αυτό θα σημαίνει συμβιβασμούς και παραχωρήσεις (που μπορεί να μην περιορίζονταν στα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας) αλλά με αντάλλαγμα μια συνθήκη ειρηνικής συνύπαρξης που θα απάλλασσε τη χώρα και από το βάρος των υπέρογκων στρατιωτικών εξοπλισμών.

Η άποψη αυτή παραδοσιακά έχει υποστηριχτεί από ένα φάσμα πολιτικών και αναλυτών, από το χώρο της κεντροδεξιάς, της «εκσυγχρονιστικής» κεντροδεξιάς και της ανανεωτικής αριστεράς.

Από την άλλη υπάρχει, η άποψη που υποστηρίζει ότι απέναντι στη διαρκή επιθετικότητα της Τουρκίας δεν μπορεί να δώσει απάντηση ο ενδοτισμός και η υποχωρητικότητα, αλλά χρειάζεται μια πιο επιθετική κατεύθυνση που να προσπαθεί να απομονώσει πολιτικά την Τουρκία, να οικοδομεί την ελληνική αποτρεπτική ικανότητα και να διεκδικεί αποφασιστικά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμη και με «μονομερείς» ενέργειες. Στην άποψη αυτή συγκλίνουν παραδοσιακά τμήματα της κεντροδεξιάς που επιμένουν στην ανάγκη μιας «πατριωτικής δεξιάς», όσοι διεκδικούν τη συνέχεια της γραμμής του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ», ένα φάσμα διεθνολόγων και στρατιωτικών αναλυτών, αλλά και ένα φάσμα ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως «πατριωτική αριστερά».

Αντίστοιχα, στίγμα της ελληνικής ακροδεξιάς είναι παραδοσιακά και μια «τουρκοφαγική» τοποθέτηση.

Πλάι σε αυτές τις απόψεις, που σχηματικά παρουσιάσαμε, μπορεί κανείς να δει και άλλες δύο παραδόσεις. Η μία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι παρότι ο ορίζοντας είναι τελικά ο διάλογος, η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να αποφεύγει βιαστικές ενέργειες όταν δεν υπάρχουν όροι. Αυτή την κουλτούρα τη συναντάμε σε διάφορες παρατάξεις αλλά και στο εσωτερικό του ίδιου του διπλωματικού σώματος. Η άλλη είναι η αντιιμπεριαλιστική παράδοση, που κυρίως πλέον εκπροσωπεί το ΚΚΕ και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που υποστηρίζει ότι το κομβικό στοιχείο είναι η αποδέσμευση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τον εγκλωβισμό στις πολιτικές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ως αφετηρία για μια ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Οι πολλαπλές παραδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι κληρονόμος αυτών των διαφορετικών προσεγγίσεων. Σε μεγάλο βαθμό είναι ένα κόμμα που κουβαλάει την παράδοση της ανανεωτικής αριστεράς, δηλαδή μια παράδοση που δίνει έμφαση στο διάλογο και τη συνεννόηση εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, η οποία στο εσωτερικό του συνδυάστηκε και με παραδόσεις ενός πιο ριζοσπαστικού διεθνισμού προερχόμενου από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Ταυτόχρονα, ήταν ένα κόμμα που κουβαλούσε και μέρος της αντιιμπεριαλιστικής παράδοσης (λόγω της παρουσίας στελεχών με προέλευση το ΚΚ).

Όμως, παρότι στη διαδρομή του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ τις περισσότερες φορές προκρίθηκαν οι «ενδοτικές» θέσεις (καθόλου τυχαία που ήταν και το κόμμα που μπόρεσε να υπογράψει χωρίς εσωτερικό κόστος τη Συμφωνία των Πρεσπών), στην περίοδο των μνημονίων υπήρξε μια ορισμένη «πατριωτική στροφή» με αποκορύφωμα τη συνεργασία με ένα κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ. Είναι αλήθεια ότι όταν ανέβηκε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε ιδιαίτερα «σκληρές» θέσεις στα ελληνοτουρκικά, με την εξαίρεση ίσως της ότι συνέχισε και επέκτεινε τη γραμμή των «τριμερών», με Αίγυπτο, Κύπρο και Ισραήλ ως απάντηση στην Τουρκία. Όμως, με την επιστροφή στην αντιπολίτευση φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα έντονος ο πειρασμός μιας κριτικής στην κυβέρνηση περί «ενδοτισμού».

Το παράδοξο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τη διαδικασία διεύρυνσης κατάφερε να ενσωματώσει και τις αντιθέσεις που διαπερνούσαν και το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Οι αντιδιαμετρικές τοποθετήσεις του Νίκου Κοτζιά και του Νίκου Μπίστη είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικές.

Η σημασία της κυβερνητικής προϋπηρεσίας

Παρότι στον ΣΥΡΙΖΑ συχνά συζητούν με όρους ιδεολογικών παραδόσεων θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ρόλο έπαιξε και η τριβή με την κυβερνητική διαχείριση. Και αυτό γιατί οι ταλαντεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι και οι ταλαντεύσεις της ελληνικής διπλωματίας ή των ιδρυμάτων που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ «εσωτερικεύει» μια ένταση που διαπερνά ούτως ή άλλως το πολιτικό σύστημα, ένταση την οποία όμως διαχειρίζεται περισσότερο με όρους πολιτικού τακτικισμού, παρά με όρους σαφούς λήψης θέσης.

Άλλωστε, και η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίστηκε από αυτό το στοιχείο. Ακόμη και η σημαντικότερη διπλωματική πρωτοβουλία που πήρε, δηλαδή η Συμφωνία των Πρεσπών, μπορεί να δικαιολογήθηκε πολιτικά με βάση πάγιες θέσεις της Αριστεράς, όμως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν παρατηρήσει τότε ότι χρειάστηκε η ιδιαίτερη πίεση της αμερικανικής πλευράς και το ενδιαφέρον της για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ για να προχωρήσει η σχετική διαπραγμάτευση.

Η στρατηγική αμηχανία

Σε αυτή τη βάση η επιλογή τελικά για ψήφο «παρών» στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, με βάση μια κριτική ότι η χώρα έκανε περισσότερες παραχωρήσεις από όσο έπρεπε, ότι δεν έχει μια ένα σχέδιο θωράκισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων απέναντι στις τουρκικές κινήσεις και ότι η κυβέρνηση δεν έχει μια συνεκτική εθνική στρατηγική, μπορεί να φαντάζει ως μια κλασική αντιπολιτευτική απάντηση, όμως στην πραγματικότητα φαντάζει περισσότερο μια στρατηγική αμηχανία.

Και αυτό γιατί την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να κάνει κριτική στην κυβέρνηση, επί της ουσίας δεν έχει προτείνει κάτι διαφορετικό από μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης με την Τουρκία για μια συνολικότερη διευθέτηση των διμερών σχέσεων, με όλες τις δυσκολίες που συναντά μια τέτοια κατεύθυνση σε μια εποχή που η Τουρκία διεκδικεί ρόλο «περιφερειακής δύναμης» που δεν δεσμεύεται από προηγούμενα πλαίσια. Την ίδια στιγμή οι όποιοι «σκληροί» ή «πατριωτικοί» επιτονισμοί δεν μετατρέπονται σε κάποια συνολικά διαφορετική πρόταση για την εξωτερική πολιτική.

Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίζεται μια αμηχανία που σε μεγάλο βαθμό δεν είναι δικιά του αλλά διαπερνά το πολιτικό σύστημα. Απλώς προτιμά σε αυτή τη βάση να τη διαχειριστεί, παρά να αναμετρηθεί μαζί της προτείνοντας μια πιο συνολική στρατηγική που να απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα.