Πέθανε σήμερα, Κυριακή, ο καθηγητής Φιλοσοφίας και συνεργάτης του «Βήματος», Γεράσιμος Βώκος.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1948, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης. Στη συνέχεια σπούδασε Φιλοσοφία στη Γαλλία, Γλωσσολογία στην Ελβετία και στη συνέχεια καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη.

Πένα αιχμηρή, ξεχωριστός «δάσκαλος», όπως τόνισαν φοιτητές του, στο Διεθνές Συμπόσιο για τον Σπινόζα, που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του, τον Ιουνίου 2017, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και διοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Ο Αριστοτέλης κι ο Πλάτωνας, ο Μακιαβέλι κι ο Χιουμ, ο Σπινόζα κι ο Τοκβίλ, δεν συγκροτούσαν μία πινακοθήκη με αγάλματα αλλά έναν κόσμο ζωντανών ανθρώπων για τον Γεράσιμο Βώκο. Και στον κόσμο αυτόν επιχειρούσε ο ίδιος να μυήσει όχι μόνο τους φοιτητές του αλλά και τους αναγνώστες της εφημερίδας «Το Βήμα», μέσα από τις επιφυλλίδες του που δημοσιεύονταν για πάνω από μία 15ετία.

Μερικά από τα κείμενά του αυτά περιελήφθησαν στο βιβλίο του «Επιφυλλίδες – Πολιτική και Φιλοσοφία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αγρα» το 2011.

«Η σιωπή του Μακιαβέλι», «Το χιούμορ του Χιουμ», «Ο επίκαιρος δημοσιογραφικός λόγος του Μπαλζάκ», «Η κοινοτοπία του πολιτικού λόγου», ορισμένοι από τους τίτλους της έκδοσης. Χαρακτηριστικό της δυνατότητάς του να φέρνει τους «κλασσικούς» στο σήμερα είναι ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου:

«Μου φαίνεται κάπως παράξενο που οι Επιφυλλίδες αυτές έγιναν βιβλίο: δεν τις είχα σκεφτεί συγκεντρωμένες. Τα πράγματα όμως έχουν τη δική τους μοίρα, κάνουν τον δρόμο τους και εμφανίζονται όπως αυτά το θέλουν εκεί που δεν τα περιμένεις. […]»

«Στο βιβλίο βρίσκονται συγγραφείς –κυρίως φιλόσοφοι– που αγαπώ και που με βοηθούν να περάσω καλά τη μέρα μου, τώρα που, πολλοί,τους οποίους δεν αγαπώ, φροντίζουν να την καταστρέψουν με μια ανεξήγητη μανία, λες και τους έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό. Ποτέ δεν ξέρεις πώς να σταθείς απέναντί τους. Άλλοτε νομίζεις ότι μπορείς να τους πολεμήσεις, άλλοτε ότι πρέπει να τους αγνοήσεις και ζητάς βοήθεια από τους νεκρούς μήπως και καταφέρεις να τα βγάλεις πέρα με τους ζωντανούς. Μπορούμε άραγε να αγαπήσουμε τους ζωντανούς σαν να ήταν νεκροί; Θέλω να πω, χωρίς να περιμένουμε τίποτα απ’αυτούς; Ποιος ξέρει. Ίσως το τίμημα είναι μεγάλο, αλλά τελικά μπορεί να αξίζει τον κόπο.»