Σε νέο «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» προσανατολίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή, ειδικότερα, σε αναζήτηση νέου αφηγήματος στο φόντο της φθοράς και της αποσύνδεσης από το εκλογικό του ακροατήριο. Σε αυτό το πλαίσιο, κινείται σε φουλ προεκλογικούς ρυθμούς και προετοιμάζει το πολιτικό σχέδιο της «επόμενης μέρας» που σε πολλούς θυμίζει κάτι από την παλιά παροχολογία. Το στίγμα της πολιτικής κατεύθυνσης προς την οποία θα κινηθεί ο Πρωθυπουργός αναμένεται να το δώσει σε εμβληματική εκδήλωση που προετοιμάζεται για τον εορτασμό της «πολιτικής χειραφέτησης από τους δανειστές» που σηματοδοτεί το «τέλος των Μνημονίων» στις 20 Αυγούστου.

Η αναλυτική παρουσίαση του προγράμματος πάντως θα γίνει –και πάλι –στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξη Τσίπρα κατά την παρουσία του στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης, η οποία και θα σηματοδοτήσει –επί της ουσίας –την έναρξη του προεκλογικού αγώνα. Με το σχέδιο που θα παρουσιάσει ο Πρωθυπουργός θα πορευτεί έως τις κάλπες, φιλοδοξώντας να πιάσει και πάλι το νήμα με το μεγάλο ακροατήριο του Οχι στο δημοψήφισμα, με το οποίο το κυβερνών κόμμα δείχνει πάντως να έχει χάσει την επαφή μετά την πολιτική σκληρής λιτότητας που εφάρμοσε με το τρίτο Μνημόνιο.

Με αυτήν τη στόχευση, το οικονομικό επιτελείο επεξεργάζεται την ποσοτικοποίηση επιλογών που με τη μορφή μείωσης της φορολογίας θα έχουν στόχο να χαϊδέψουν τα αφτιά των μικρομεσαίων, ενώ με τη μορφή της κοινωνικής στήριξης θα προσδίδουν ταξικό πρόσημο στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. «Να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας» ανέφερε στέλεχος του κόμματος μιλώντας στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ προχθές για το μεταμνημονιακό σχέδιο, και σε αυτό το πλαίσιο επιλογές όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στοχευμένες φοροελαφρύνσεις θα αποτελέσουν το «πακέτο Τσίπρα» που θα «χρηματοδοτηθεί» από τον δημοσιονομικό χώρο των περίπου 750 εκατ. ευρώ, ο οποίος δημιουργείται και κατά την εκτίμηση της κυβέρνησης θα είναι και διαρκής.

Ο κατώτατος μισθός. Η Εφη Αχτσιόγλου δήλωσε (ΕΡΤ) ότι μετά την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ο κατώτατος μισθός αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα της πολιτικής που προωθεί. «…Ο στόχος είναι να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων… Στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού θα προχωρήσουμε και θα λάβουμε τις σχετικές πρωτοβουλίες, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα» διευκρίνισε η Αχτσιόγλου, προϊδεάζοντας για αποφάσεις μετά τις 21 Αυγούστου, οι οποίες θα ανακοινωθούν από τον Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από την άλλη επιμένει ότι οι παρεμβάσεις φορολογικού χαρακτήρα θα πρέπει να μην κινούνται στη λογική του φιλοδωρήματος με εφάπαξ χορήγηση, αλλά να έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Οπως δήλωσε (Αnt1) ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «ήδη είναι ψηφισμένος ο νόμος για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Υπάρχουν ή θα μπουν σε τροχιά οι διαδικασίες για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Και υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για το 2019 να δούμε μια πολιτική στοχευμένων φοροελαφρύνσεων που την έχει προαναγγείλει και ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών. Μια πολιτική φοροελαφρύνσεων και κοινωνικής στήριξης, καθώς, όπως ξέρετε, δημιουργείται ένας δημοσιονομικός χώρος περίπου 750 εκατ. ευρώ, ο οποίος θα είναι και διαρκής… δεν θα είναι η λογική ενός κοινωνικού επιδόματος που θα δίνεται εφάπαξ και μόνο στην περίπτωση που έχουμε υπερπλεόνασμα».

Οι συντάξεις. Το σημείο – κλειδί που έχει εμβληματικό χαρακτήρα αλλά και συνεπάγεται σημαντικό πολιτικό κόστος δεν είναι άλλο από εκείνο της προνομοθετημένης μείωσης των συντάξεων και του αφορολογήτου με έναρξη το 2019 και το 2020 αντίστοιχα.

Σύμφωνα με την εκτίμηση πολλών –και μέσα στην κυβέρνηση -, πρόκειται για το μέτρο που –ανάλογα με την έκβασή του –θα κρίνει και τον ακριβή χρόνο των εκλογών. Στο Πολιτικό Συμβούλιο, στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις που δέχτηκε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, μετέφερε στους συντρόφους του και την αίσθηση ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση και όντως «είμαστε πολύ κοντά» στην ακύρωση των μειώσεων και συνεπώς στη διάσωση των συντάξεων. Το κυβερνητικό επιχείρημα σε αυτή την υπό εξέταση υπαναχώρηση είναι ότι πρόκειται για μέτρο που είχε επιβληθεί στη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης έπειτα από απαίτηση του ΔΝΤ, επειδή οι προβλέψεις του για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 ήταν πολύ χαμηλότερες από εκείνες των ευρωπαϊκών θεσμών. Από την ώρα που υπάρχει βεβαιότητα για την υλοποίηση των δημοσιονομικών στόχων και την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων, η Αθήνα θα διεκδικήσει να επιλέξει η ίδια τον τρόπο επίτευξής τους. «Παρακολουθούμε από πάρα πολύ κοντά και πάρα πολύ στενά την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών και από αυτήν ακριβώς την εξέλιξη εξαρτώνται και όλες οι αποφάσεις τις οποίες θα πάρουμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Δημήτρης Τζανακόπουλος, σημειώνοντας ότι «από τις 21 Αυγούστου και μετά η κατάσταση θα είναι ριζικά διαφορετική, όπως είναι και στις υπόλοιπες χώρες, δηλαδή την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο. Θα έχουμε, δηλαδή, μια παρακολούθηση κυρίως των στόχων. Αρα, λοιπόν, εφόσον οι στόχοι θα καλύπτονται, θα επιτυγχάνονται, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά… Η διακριτική ευχέρεια για την επιλογή των μέτρων θα είναι στην ελληνική κυβέρνηση».