Είναι από τις ταινίες που οι τεχνικές αναλύσεις, οι περιλήψεις και οι βαθμολογίες, δεν της προσθέτουν και πολλά. Μεταξύ άλλων, γιατί ενώ πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα, δεν περιλαμβάνει ούτε ένα πλάνο αρχείου: μόνο συνεντεύξεις με επιζώντες.

Η διάρκειά της επίσης, αγγίζει τις εννιάμισι ώρες. Χώρια που περιλαμβάνει σεκάνς όπως η εναρκτήρια, με τον Πολωνοεβραίο Σάιμον Σρέμπρνικ να καταπλέει προς το πρώην στρατόπεδο εξόντωσης του Κέλμνο, τραγουδώντας όμορφα ένα τραγούδι που μόνο όμορφο δεν ήταν: του το έμαθαν με το ζόρι οι Ναζί, για να τους διασκεδάζει όταν λαχταρούσαν να ακούσουν ένα εμβατήριο.

Ο Κλοντ Λανζμάν, σκηνοθέτης του επικού ντοκιμαντέρ «Shoa» πέθανε χθες σε ηλικία 92 ετών, έχοντας γίνει μάρτυρας γεγονότων και εμπειριών που θα χρειάζονταν πολλά ακόμα χιλιόμετρα φιλμ για να αποτυπωθούν: γεννημένος το 1925 στο Παρίσι, εντάχθηκε σε ηλικία 17 ετών στη γαλλική αντίσταση, στήριξε την αλγερινή επανάσταση, ενώ στο πλαίσιο της πολιτιστικής επιθεώρησης «Les temps modernes» συναναστράφηκε τον Ζαν – Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, με την οποία για ένα διάστημα διατηρούσε και δεσμό. Είδε τον Μάη του ’68, είδε την ΕΣΣΔ, την Κίνα του Μάο και τη Βόρεια Κορέα και το 1973 ολοκλήρωσε το πρώτο του ντοκιμαντέρ με τίτλο «Pourqoi Israël», μια απόπειρα αναμέτρησης με την «περίπλοκη ισραηλινή πραγματικότητα».

11 ΧΡΟΝΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Εναν χρόνο αργότερα ξεκίνησε η ενδεκαετής έρευνά του για το «Shoa», που θα βασιζόταν σε συνεντεύξεις με θύματα, θύτες και μάρτυρες του Ολοκαυτώματος. Οι αφηγήσεις τους έκαναν τον Λανζμάν να πιστέψει ότι δεν θα χρειαζόταν να ταξιδέψει μέχρι την Τρεμπλίνκα, το Αουσβιτς – Μπίρκεναου και το Μπέλζεκ. Ωσπου, τέσσερα χρόνια αργότερα, διαπίστωσε ότι συναντούσε ανθρώπους χωρίς να κατανοεί τι ακριβώς του έλεγαν. «Επρεπε να πάω ώς εκεί» διηγιόταν προ ετών. «Κι όταν έφτασα στην Πολωνία ήμουν σαν μια βόμβα παραγεμισμένη με γνώσεις. Πήγα στην Τρεμπλίνκα και βλέποντας ότι το χωριό υπήρχε ακόμα, ότι οι άνθρωποι που είχαν ζήσει τα πάντα υπήρχαν ακόμα, όπως υπήρχε και ένας συνηθισμένος σιδηροδρομικός σταθμός, εκείνη η βόμβα εξερράγη. Αρχισα αμέσως να μαγνητοσκοπώ».

Το «Shoa» έκανε το γερμανικό ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1986. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και το κοινό την εγκατέλειπε ενίοτε, αλλά επέστρεφε. Εξίσου επώδυνα με τα πλάνα των κρεματορίων αποδεικνύονταν και εκείνα των σύγχρονων βουκολικών τοπίων υπό τη μονολεκτική λεζάντα «Τρεμπλίνκα», πόσω μάλλον οι μαρτυρίες Πολωνών που, παρόντος εκείνου του συμπατριώτη τους, Σάιμον Σρέμπρνικ, εξέφραζαν ακόμα και την πεποίθηση ότι η εξόντωση των Εβραίων ήταν κάτι σαν τιμωρία για τη θανάτωση του Χριστού. Για τον Λανζμάν ωστόσο ήταν οι προφορικές μαρτυρίες των επιζώντων που συνιστούσαν το καλύτερο μέσω τεκμηρίωσης της συλλογικής μνήμης. Θεωρούσε χυδαία λ.χ. την αναζήτηση των ψυχολογικών και ηθικών αιτίων των πράξεων των Ναζί –εκείνο το μεγάλο «γιατί». Το 1994 είχε εκμυστηρευτεί στη «Monde» ότι αν τυχόν υπήρχε το φιλμ ενός SS που θα έδειχνε ομαδικούς θανάτους Εβραίων στους θαλάμους αερίων, εκείνος θα το κατέστρεφε.

ΜΕΤΑ ΤΟ «SHOAH». Από το ογκωδέστατο υλικό που είχε μείνει εκτός του «Shoa» θα προέκυπταν κατόπιν μερικά ακόμα ντοκιμαντέρ, όπως το «Rapport Karski» (για έναν πολωνό κατάσκοπο που επιχείρησε να ενημερώσει τους Συμμάχους για τις ναζιστικές θηριωδίες στη χώρα του) ή το «Dernier des injustes» (για τον ραβίνο του εβραϊκού γκέτο της πόλης Τερέζιενστατ). Χαρακτηριστικότερη πάντως της μεθόδου του θα παρέμενε η αφήγησή του στην αυτοβιογραφία του «Le lièvre de Patagonie», για τον Αβραάμ Μπόμπα, τον εβραίο «κουρέα της Τρεμπλίνκα», που εμφανιζόταν στο «Shoa»: «Θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να μιλήσει στις κάμερες» έγραφε ο Λανζμάν. «Να διηγηθεί ξανά όσα έζησε: το να κουρεύει τις γυναίκες χωρίς να μπορεί να τους πει ότι σε λίγο θα οδηγούνταν στον θάνατο. Για να μιλήσει, τον πήγα σε μια καλύβα στα βουνά της Νέας Υόρκης. Μείναμε εκεί δυο μέρες, χωρίς κάμερα, χωρίς μαγνητόφωνο, ούτε ένα στιλό. Δεν κράτησα καν σημειώσεις. Ισως έτσι κατάλαβε ότι δεν ενδιαφερόμουν απλώς, αλλά ήμουν απολύτως ειλικρινής στην αναζήτηση του εβραϊκού συναισθήματος για το Ολοκαύτωμα».