Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πανηγύρισε με περισσή αμετροέπεια την «έξοδο» από τα Μνημόνια, οργανώνοντας προκλητικές για τους χειμαζόμενους πολίτες φιέστες της γραβάτας, ενώ συγχρόνως υπέγραφε τα επιβραδυντικά για την οικονομία 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060 πλεονάσματα, την ασφυκτική για δεκαετίες τριμηνιαία επιθεώρηση της οικονομικής πολιτικής από τους θεσμούς, την περαιτέρω μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου από τον επόμενο και μεθεπόμενο χρόνο, την αύξηση του «υπό κατάργηση» ΕΝΦΙΑ και την υποθήκευση σχεδόν όλης της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια. Η έξοδος από τα Μνημόνια θα ήταν ήδη πραγματικότητα από το 2015, δίχως την ανάγκη όλων των παραπάνω σκληρών μέτρων, όμως δυστυχώς τη χρονιά εκείνη συνέβη το ακριβοπληρωμένο, ίσως παιδευτικό ατύχημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η καταστροφική «διαπραγμάτευση» του διδύμου Τσίπρα – Βαρουφάκη. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να δώσει προοπτική στην οικονομία με τη στάσιμη ή επικίνδυνα αργή μεγέθυνσή της είναι πλέον εμφανής. Οπως εμφανής είναι και η ταχύτατη, καθεστωτική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στα καλούδια της εξουσίας, όπως το βόλεμα συγγενών, φίλων και γνωστών που εξανέμισαν το «ηθικό της πλεονέκτημα». Το τίμημα αυτής της επιλογής είναι βαρύ: περίπου 6 δισ. ευρώ τον χρόνο επιπλέον τοκοχρεολύσια και επιπρόσθετο οικονομικό βάρος για τις επόμενες δεκαετίες περίπου 100-150 δισ. ευρώ, όπως εκτιμάται και δηλώνεται δημόσια από κορυφαίους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Βέβαια, η χρεοκοπία ήταν αποτέλεσμα κατεξοχήν των πολιτικών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αν και η μαξιμαλιστική και ακραία ακτιβιστική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ συνεισέφερε επίσης σε αυτήν. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ καλούνται πλέον να κάνουν τη διόρθωση του λαϊκισμού, του κρατισμού, του κομματικού πελατειασμού, της αναξιοκρατίας που χαρακτήριζαν για δεκαετίες την πολιτική τους. Δυστυχώς, οι σημερινοί κυβερνώντες αποδείχθηκαν εμφανώς ανεπαρκέστεροι και περισσότερο λαϊκιστές και αναξιοκράτες, τραυματίζοντας επιπλέον την παιδεία, την υγεία, τη Δικαιοσύνη. Η οικονομία, οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας ελπίζουν πλέον σε μια επόμενη φιλελεύθερη κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ των 20 υπουργών με ό,τι καλύτερο διαθέτει η χώρα, μέσα κι έξω της. Ολο και περισσότεροι φιλελεύθεροι, κεντρώοι, σοσιαλδημοκράτες πολίτες, ανεξάρτητα αν το δηλώνουν δημόσια, συστρατεύονται πλέον σε αυτό το σενάριο. Είναι η μόνη πειστική μεταμέλεια που απαιτούν οι πολίτες αυτοί από τα δύο κόμματα για τις μεγάλες τους ευθύνες γι’ αυτό που ζει σήμερα η χώρα.

Είναι λοιπόν αναγκαίο η ΝΔ να επιταχύνει την ανανέωήη της σε πολιτικές και πρόσωπα και επιτέλους να απεμπλακεί από τη διαχρονική της φοβικότητα να επικοινωνήσει με απλά, κατανοητά επιχειρήματα τις φιλελεύθερες πολιτικές της. Να αγνοήσει δηλαδή την αβάσιμη κριτική περί νεοφιλελευθερισμού των αναχρονιστών της Αριστεράς. Ιδιαίτερα όταν αυτή προέρχεται από τη δίχως αρχές Αριστερά του κ. Τσίπρα και τον ακροδεξιό εταίρο του κ. Καμμένο. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει επίσης να επιδιώξει τον εκσυγχρονισμό του σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού του στίγματος, μακριά από ρηχές και προβληματικές συνεργασίες με ανύπαρκτα στο εκλογικό σώμα κόμματα που θωρούν δυσθεώρητη την ανύπαρκτη σκιά τους. Εξάλλου διαθέτει κάποιους αποδεδειγμένα αξιόλογους πολιτικούς, με ουσιαστικό και χρήσιμο για τον τόπο πολιτικό λόγο.

Η κοινωνία αντιλαμβάνεται αργά αλλά σταθερά την αστοχία της με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα κάνει στις επόμενες εκλογές τη διόρθωσή της. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν αντιληφθεί τις νέες τους επικείμενες ευθύνες για το μέλλον της χώρας και τον επαπειλούμενο κίνδυνο για τη δημοκρατία αν αποτύχουν και πάλι. Οφείλουν να προετοιμαστούν για τη μετεκλογική τους κυβερνητική συνεργασία. Εχουν εξάλλου την εμπειρία από τη σωτήρια για τη χώρα προηγούμενη συνεργασία τους που την κράτησε εντός Ευρώπης.