Τι ήταν ο Τομ Γουλφ, που πέθανε στις 14 Μαΐου; Δημοσιογράφος και συγγραφέας, και οι δύο ιδιότητες μαζί. Εκκεντρική μορφή, κυκλοφορούσε με λευκά κοστούμια, ποσέτ, χρυσή αλυσίδα ρολογιού και μεταξωτά πουκάμισα, ένας δανδής της Νέας Υόρκης που απολάμβανε επιδεικτικά την επιτυχία του.

Ο τελευταίος άνδρας ενός λογοτεχνικού τρόπου αποκλειστικά αμερικανικού, που βαφτίστηκε «νέα δημοσιογραφία» και τον υπηρέτησαν προσωπικότητες όπως ο Τρούμαν Καπότε, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Χάντερ Τόμσον –η Τζόαν Ντίντιον έμεινε η τελευταία εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, που από τη δεκαετία του 1960 θεωρήθηκε ότι φέρνει την αμερικανική κοινωνία αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Και με τους εφιάλτες της. Οπως ο Ζολά του «Κατηγορώ». Ή ο Ντίκενς, που περιέγραφε το ζοφερό Λονδίνο των εξαθλιωμένων. Δεν συγκρίνουν τυχαία τον Γουλφ με τον Ζολά ή τον Ντίκενς.

Είχε γεννηθεί το 1930, στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια –αμερικανικός Νότος. Οταν τελείωσε το σχολείο, το 1947, πήγε για σπουδές στο Πρίνστον και κατόπιν εκπόνησε διδακτορικό στο Γέιλ. Στα 25 του δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Γιόκο Θορ ένα κείμενο στο οποίο υποσχόταν τι θα συμβεί με την περίπτωσή του στο μέλλον. «Εγώ θα εξεγείρω», τόνισε. Το διδακτορικό του ολοκληρώθηκε το 1951. Μολονότι θα μπορούσε να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα, το απέφυγε. Προτίμησε να γίνει δημοσιογράφος. Βρήκε δουλειά στην εφημερίδα «Springfield Union» στη Μασαχουσέτη και αργότερα στην «Washington Post», ασχολήθηκε μάλιστα με την πολιτική και βραβεύτηκε για τα ρεπορτάζ του για την κρίση στην Κούβα το 1961.

Αλλά εκείνος δεν ήταν ικανοποιημένος. Επιθυμούσε να βρεθεί στο κέντρο της Αμερικής, στο κέντρο του κόσμου –δηλαδή στο Μανχάταν. Και το 1962 έφυγε για τη Νέα Υόρκη. Το 1962 προσέγγισε το περιοδικό «Esquire» και πρότεινε ένα άρθρο για τους αγώνες με πειραγμένα αυτοκίνητα στους δρόμους της Νότιας Καλιφόρνιας. Ο αρχισυντάκτης Μπάιρον Ντόμπελ αντιμετώπισε τις περιγραφές του με καχυποψία. Ο Γουλφ, απογοητευμένος, έγραψε στον Ντόμπελ ένα υπόμνημα, στο οποίο του εξηγούσε τι ήθελε να πει. Ηταν ένα κείμενο προσωπικό χωρίς τις δημοσιογραφικές συμβάσεις που δίδασκαν οι σχολές.

Ο Ντόμπελ γοητεύτηκε από το αστραφτερό γραπτό και χωρίς καν να συνεννοηθεί με τον Γουλφ, έσβησε δυο λέξεις της αρχής, το τυπικό «Αγαπητέ Μπάιρον» με το οποίο του απευθυνόταν, και το δημοσίευσε ολόκληρο. Με το που κυκλοφόρησε έγινε βασικό θέμα συζήτησης. Κι ο Τομ Γουλφ μια αξιοπρόσεκτη μορφή της δημοσιογραφίας, για την οποία άρχισαν να ερίζουν πολλοί.

Το αποτέλεσμα εκείνου του κειμένου ήταν ό,τι πίστευε ο Τομ Γουλφ για τη «νέα δημοσιογραφία». Αυτό το ανακάτεμα λογοτεχνικών τρόπων με την ξερή παράθεση των γεγονότων στην προσπάθεια αφήγησης με πιο ελκυστικό τρόπο μιας δημοσιογραφικής ιστορίας. Ο ίδιος εξηγούσε αργότερα, στη «Vogue», τι κατά τη γνώμη του ήταν είδηση: «Η ιδέα των σημερινών ειδήσεων –τι κάνουν οι άνθρωποι στην εξουσία –εξακολουθεί να υπακούει στα ενδιαφέροντα του 19ου αιώνα. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι η είδηση. Μου αρέσει να δίνω στους ανθρώπους νέα που δεν γνώριζαν ότι είναι νέα. Τι νόημα έχει να καταπιάνεσαι με τα μεγάλα θέματα, όπως π.χ. ο τελευταίος πόλεμος –πληροφορίες γι’ αυτόν μπορείς να βρεις οπουδήποτε. Ενώ, αντίθετα, οι αγώνες με παλιά, πειραγμένα αυτοκίνητα, είναι ελκυστικό θέμα και, κυρίως, είναι ένα θέμα που έως τώρα δεν γράφτηκε ποτέ. Η τέλεια δημοσιογραφία θα ασχολούνταν συνεχώς με τέτοια θέματα: με πρωτοφανέρωτες καταστάσεις. Και κάθε γραπτό κείμενο θα αφιερωνόταν στην ανακάλυψη και στην περιγραφή μιας τέτοιας πρωτοφανέρωτης κατάστασης».

Με αυτές τις ιδέες βγήκε στην αγορά ο Τομ Γουλφ. Δεν συμμερίζονταν όλοι τις ανησυχίες του. Εκείνος όμως είχε βρει τον τρόπο να τις υπηρετεί, ανανεώνοντάς τες όσο περνούσε ο καιρός. Παράλληλα, άρχισε να εκδίδει βιβλία με τα δημοσιευμένα άρθρα του και να ξεπουλάει. Ηταν είδωλο της γραφής. Εγραφε για τη λαϊκή κουλτούρα, για την αρχιτεκτονική, για την πολιτική… Και συνέχισε να παρακολουθεί τον κόσμο που άλλαζε.

Αργότερα όχι μόνο με δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά και με επινοημένες πλοκές. Μια απ’ αυτές είναι το μυθιστόρημα «Στον βωμό της ματαιοδοξίας» (στα ελληνικά, στις εκδόσεις Aquarius). Περιγράφει την ιστορία ενός τυπικού γιάπη, χρηματιστή της Γουόλ Στριτ, πλούσιου, με φοβερό σπίτι στο Μανχάταν, ευτυχισμένη οικογένεια και σούπερ ντούπερ ερωμένη, που δυστυχώς γι’ αυτόν πατάει μια μέρα με το αυτοκίνητό του έναν μαύρο –για να αρχίσουν οι σκοτούρες. Οξυδερκής και χιουμορίστας, ο συντηρητικός Γουλφ φέρνει αντιμέτωπο τον κόσμο των ισχυρών με εκείνον των αδυνάτων, σε μια σύγκρουση που δεν κερδίζει πάντα αυτός που έχει τα πολλά. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημά του «Ενας άντρας με τα όλα του» (Ωκεανίδα), ένα κείμενο που ο Τζον Απντάικ με κριτική του κατεδάφισε, χωρίς να το εμποδίσει να πουλήσει σε χρόνο – ρεκόρ τα πρώτα 1,2 εκατ. αντίτυπα σε μερικές μέρες.

Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές ο Τομ Γουλφ. Ενα πρόσωπο που παρήγε αντιθέσεις. Συντηρητικός, είρων, αναζητητής μιας καινούργιας σχέσης του δημοσιογράφου – συγγραφέα με την είδηση και το κοινό. Και διασκεδαστικός στους αφορισμούς του και στους νεολογισμούς του. Το «radical chic» και το «social x-ray» για τις λιπόσαρκες κοσμικές κυρίες της Νέας Υόρκης είναι δύο από τις συνεισφορές του στην αγγλική καθομιλουμένη των Αμερικανών. Δεν ξέρω αν η δημοσιογραφία ή η λογοτεχνία θα τον ευγνωμονούν, είχε πολλές αντιθέσεις, αλλά είναι βέβαιο ότι η Αμερική των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, που μετά τον Πόλεμο, σε συνθήκες ευημερίας, μετασχηματίστηκε, βρήκε έναν οξυδερκή μάρτυρα. Eναν συγγραφέα, η τολμηρή δημοσιογραφία του οποίου δεν τον έκανε πάντα αρεστό, αλλά του χάρισε πλούτη και επιτυχία. Συνήθως η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση.