Συχνά, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις μου, κατανοώ τους σύγχρονους ξένους και τους έλληνες μιμητές τους καλλιτέχνες του θεάτρου, κυρίως τους σκηνοθέτες που άλλοτε ειρωνικά, άλλοτε κυνικά και τις περισσότερες φορές με αφοπλιστική ειλικρίνεια, όταν προχωρούν σε τολμηρές και συχνότατα ασεβέστατες προσεγγίσεις κλασικών και νεοκλασικών θεατρικών κειμένων, προβάλλουν το επιχείρημα πως οι κλασικοί τα έχουν όλα εξαντλήσει και με τον τελειότερο τρόπο αναλύσει, κοινωνικά, ψυχολογικά, ιδεολογικά, αισθητικά προβλήματα, ώστε δεν απομένει σ’ έναν ερμηνευτή της σύγχρονης γενιάς από το να τους ανασκολοπίσει, γελοιοποιήσει, αμφισβητήσει (το καλύτερο εξάλλου επιχείρημα), να τους ανατρέψει τους κανόνες και τους κώδικες περιεχομένου και μορφής.

Ιδού ένα παράδειγμα που μπορεί να φωτίσει αυτές τις συμπεριφορές που όσο πάνε και γενικεύονται αλλά και διαρκώς ξεφουσκώνουν.

Ο «Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του μεγίστου Ιψεν. Γραμμένος και παιγμένος πρώτα στη Γερμανία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα είναι μια εξαντλητική κριτική του καπιταλισμού, στις δόξες του. Διότι, κακά τα ψέματα, τώρα που η παγκοσμιοποίηση έχει επιβάλει τον καπιταλισμό σχεδόν σαν τη μοιραία αρρώστια της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής προόδου, είναι εύκολο να προβαίνει κανείς σε καταλυτική κριτική ενός όντως απάνθρωπου συστήματος. Αλλά είναι δείγμα μεγαλοφυΐας να συλλαμβάνει κανείς τα αδιέξοδα, τις αντιφάσεις, τα εγκληματικά λάθη ενός συστήματος, μιας θεωρίας και μιας πράξης, όταν γεννιέται και όταν εμφανίζεται ως η σωτήρια σανίδα στην τρικυμία και ο μόνος τρόπος διαφυγής.

Ο Ιψεν έπεται μόλις μία δεκαετία της δημοσίευσης του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. Δεν είναι η πρώτη φορά εξάλλου που αυτός ο προικισμένος μελετητής των ανθρωπίνων αξιοποιεί καλλιτεχνικά και με τίμιο τρόπο τις επιστημονικές επαναστατικές συλλήψεις της εποχής του. Δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση σε ειδικότατο επιστημονικό περιοδικό των πορισμάτων του Μέντελ για την κληρονομικότητα (ουσιαστικά ως γνωστόν ένα πείραμα με τη διασταύρωση διαφορετικού χρώματος μπιζελιών!), ο μέγας Νορβηγός γράφει και παρουσιάζει στο διεθνές κοινό τους «Βρικόλακές» του, ένα δράμα για τις επιπτώσεις της κληρονομικότητας στην κοινωνική και ηθική ζωή.

Απευθυνόμενος στους σύγχρονους συγγραφείς που συχνότατα τα τελευταία χρόνια τσαλαβουτάνε σε μέγιστα προβλήματα των παγκόσμιων κοινωνιών και συστημάτων, επισημαίνω πως ο Ιψεν και οι σύγχρονοί του ρεαλιστές –από τον Στρίντμπεργκ ώς τον Τσέχoφ, τον Ουάιλντ, τον Ο’ Νιλ και τον Πιραντέλο –για να ερμηνεύσουν τα μέγιστα προβλήματα που έθεταν οι καινούργιοι τρόποι παραγωγής και συμπεριφοράς μελετούσαν σε βάθος τα πορίσματα των επιστημών, είτε των θετικών είτε των επιστημών του ανθρώπου. Είναι εξάλλου τυχαίο πως στην εποχή που γράφει ο Ιψεν τα μεγάλα ρεαλιστικά ιδεολογικά του έργα γεννιούνται νέες επιστήμες; Κοινωνιολογία, βιολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, ψυχολογία, ψυχιατρική, μη ευκλείδειες γεωμετρίες, εγκληματολογία, κριτική των δογμάτων, κριτική των θεσμών, κριτική των τεχνών, κριτική της θρησκείας, πολιτική οικονομία. Μέσα σε εκατό χρόνια από τον Κάντιο έως τον Νίτσε ανατράπηκε ολόκληρη φιλοσοφική παράδοση αιώνων. Και κλείνοντας ο αιώνας εκείνος ξεπήδησαν και στοίχειωσαν τη σκέψη η σχετικότητα, η απροσδιοριστία και η γλωσσολογία.

Ο Ιψεν βρίσκεται στο κέντρο αυτών των ανατροπών και συνάμα στο κέντρο των άλλων ανατροπών, των ποικίλων -ισμών στην τέχνη. Πριν πεθάνει ο Ιψεν, έχει εισβάλει στο καλλιτεχνικό μέτωπο ο κυβισμός και ο Πικάσο.

Στον πυρήνα αυτών των ανατροπών βρίσκεται η Βιομηχανική Επανάσταση, γνήσιο τέκνο του καπιταλισμού. Η γέννηση εκείνη γεννά ως αντίδοτο τον φεμινισμό, τον σοσιαλισμό, τον εθνικισμό και ακολούθως τον φασισμό.

Η Βιομηχανική Επανάσταση έφερε στο προσκήνιο της Ιστορίας το βαρύ πυροβολικό, τα χημικά αέρια, το αεροπλάνο, το τηλέφωνο, τις νέες χειρουργικές μεθόδους, τα ψυχοφάρμακα και τα ναρκωτικά (πρώτα ως ανακουφιστικά παυσίπονα τραυματιών). Και χαλί σ’ όλα αυτά η μεγάλη ανακάλυψη του καπιταλισμού, το τραπεζικό σύστημα.

Οποιος δεν έχει κατανοήσει αυτήν την επανάσταση στην οικονομία δεν μπορεί να χαρεί σε βάθος την ιψενική δραματουργία. Η σημαντικότερη ομάδα έργων του είναι σχεδόν ένα σχόλιο πάνω στην τραπεζική ιδεοληψία του καπιταλισμού.

Ο Μπόρκμαν είναι τραπεζίτης που χρηματοδοτεί με τα κέρδη του συστήματος μεγάλα έργα κοινής ωφέλειας, που δίνουν δουλειά στον άνεργο και ανοίγουν προοπτικές στους νέους επιστήμονες για νέες παραγωγικές επενδύσεις.

Στην εποχή που γράφει ο Ιψεν τον «Μπόρκμαν», στους αντίποδες συγκροτούνται αντίπαλες θεωρίες, ο αναρχισμός, ο σοσιαλισμός και τα αντικαπιταλιστικά δόγματα: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή», «Το τραπεζικό σύστημα είναι νόμιμη κλοπή».

Είναι τότε που κατανοείται στην πράξη η έννοια της αλλοτρίωσης που εισήγαγε ο Μαρξ. Πως από την αλλοτρίωση του προϊόντος (η αύξηση της τιμής από το χωράφι στο ξενοδοχείο πολυτελείας ώστε να φαντάζει στο τέλος τελείως ξένο) οδηγούμαστε στην αλλοτρίωση του εργάτη που παράγει υπεραξία στο αφεντικό.

Ο Ιψεν στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν», ενάμιση αιώνα πριν από τη σημερινή μας γνώση για τη λειτουργία του καπιταλισμού, διείδε τις στρεβλώσεις του συστήματος είτε εγγενείς είτε επίκτητες και τοποθέτησε τον τραγικό πυρήνα του δράματός του στην αλλοτρίωση των αισθημάτων. Ο αλαζόνας ήρωάς του, ταλαντούχος καπιταλιστής, για να πετύχει τους στόχους του αλλοτριώνει εν πρώτοις τα προσωπικά του αισθήματα. Προδίδει τον έρωτα προς την αγαπημένη γυναίκα και επενδύει σ’ έναν γάμο που εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.

Εχω συχνά την εντύπωση πως ο Ιψεν στον Μπόρκμαν και σε άλλα ανάλογα έργα του («Νόρα», «Εχθρός του λαού», «Αρχιμάστορας Σόλνες» κ.τ.λ.) δραματοποιεί το έξοχο απόσπασμα του χωρίου της επιστολής του Παύλου «Προς Κορινθίους» όπου θεμελιώνεται η αγαπητική σχέση μιας κοινωνίας χάριτος. Οπου όποιος δεν έχει «αγάπη» είναι «κύμβαλον αλαλάζον και χαλκός ηχών».

Εχω συχνά την έμμονη ιδέα ότι ο Παπαδιαμάντης, δεινός γνώστης των ευρωπαϊκών ιδεών της εποχής του, παρ’ όλη την αντιπάθειά του λόγω της αιρετικής του ένταξης στο κίνημα των κολλυβάδων αγιορειτών που μισούν το θέατρο που παρέβαινε την εντολή «ου ποιήσεις εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα», γνώριζε τα βιβλία του Ιψεν. Και έχω την τόλμη να ισχυριστώ πως το φινάλε του «Μπόρκμαν» όπου ο ήρωας χάνεται στη χιονοθύελλα μεταξύ «της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης» είναι το πρότυπο του φινάλε της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη που η ηρωίδα πνίγεται στο ποτάμι «μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».

Και για να τολμήσω περαιτέρω: το φινάλε του «Μπόρκμαν» προαναγγέλλει το φινάλε του «Αφέντης και δούλος» του Τολστόι. Εκλεκτικές συγγένειες! Στην Ελλάδα είχε σπουδαία καριέρα ο «Μπόρκμαν» (Βεάκης, Μινωτής, Κιμούλης, Μιχαλακόπουλος, Καρέλλης, Αντωνόπουλος, Μεσσάλας κ.ά.) και πρόσφατα δεν δίστασαν –ορθά –μερικοί κριτικοί να επαναφέρουν το δόγμα πως «η ζωή μιμείται την τέχνη», αναφερόμενοι στην περίπτωση Κοσκωτά που κοπιάρει σχεδόν δουλικά το ιψενικό κείμενο.

Φέτος η σεζόν τελείωσε με μια τίμια ανάγνωση του ιψενικού αριστουργήματος στο Studio Μαυρομιχάλη. Ο σκηνοθέτης Καπελώνης, έμπειρος δάσκαλος ηθοποιών, δίδαξε ρυθμό και ύφος. Η μετάφραση ήταν της Ερατώς Τριανταφυλλίδη. Καίρια και ουσιαστική. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του έμπειρου με σπουδαία θητεία στα εικαστικά του θεάτρου μας Ανδρέα Σαραντόπουλου και μουσική της Αγγελικής Δέλλα. Η Δέλλα υποδύεται και τη νεαρά Φρίντα που παίζει πιάνο στη σοφίτα της αυτοεξορίας του Μπόρκμαν και ανταποκρίνεται και ως ηθοποιός άνετα.

Τον Μπόρκμαν ενσαρκώνει άνετα χωρίς υπερβολές ο Γιώργος Κροντήρης που μαθήτευσε στις «σχολές» του Μινωτή και του Ευαγγελάτου.

Η Δέσποινα Πόγκα είναι μια έξοχη Ελα και η Μαρία Μακρή μια πειστική Γκούνχιλντ. Ο Χρήστος Συριώτης (Φόλνταλ), ο Πέτρος Πέτρου (Ερχαρτ) και η Φίλια Δενδρινού (Φάνι Βίλτον) υπηρέτησαν σεμνά και λιτά το μεγάλο κείμενο που έφτασε στο κοινό.