Σε μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου, ο «πιανίστας» του Ρόμαν Πολάνσκι ενώ κρύβεται για μήνες από τους Ναζί σε κάποιο διαμέρισμα της Βαρσοβίας, πεινασμένος και αξιοθρήνητος, αποφασίζει να «παίξει» πιάνο. Εχοντας την παρτιτούρα στο μυαλό του και φοβούμενος μην αποκαλυφθεί το κρησφύγετό του, ο πρωταγωνιστής χαϊδεύει από ψηλά τα πλήκτρα του πιάνου χωρίς να τα ακουμπάει, ενώ ο θεσπέσιος ήχος γαληνεύει την ψυχή του. Σε μια συνθήκη όπου τα πάντα καταρρέουν, όταν τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στη βαναυσότητα, η μουσική, η τέχνη εν γένει, λειτουργεί ως ψυχοσυναισθηματικό αποκούμπι, πιθανόν το μόνο ικανό να σώσει την παρτίδα.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον ήρωα του Ραφαέλ Ζερουσαλμί, καθώς και εδώ η μουσική αναδεικνύεται στο «τελευταίο του οχυρό», όπως ο ίδιος αποφαίνεται, μόνο λόγο που φαίνεται να τον κρατάει στη ζωή. Διαπρεπής μουσικός ο Οτο Στάινερ, νοσηλεύεται σε ένα θλιβερό σανατόριο φυματικών, σχεδόν μελλοθάνατος μεταξύ αποκαμωμένων ασθενών οι οποίοι, καθείς με τη σειρά του, «αναχωρούν». Η νοσηλεία του Στάινερ λαμβάνει χώρα στο Ζάλτσμπουργκ, λίγο μετά το Ανσλους, όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλλουν αρχικά στην Πολωνία και κατόπιν στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία, χτίζοντας τον μύθο της αήττητης γερμανικής στρατιάς: ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις έχει ξεκινήσει και «η Ιστορία δείχνει τα δόντια της», όπως εύστοχα επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο. Στη συγκυρία της απόλυτης αλαζονείας που δημιουργεί στους Ναζί η ευφορία της νικηφόρας επέλασής τους, ο Στάινερ έχοντας γνώση του αναπόφευκτου που προοιωνίζεται η επιδείνωση της υγείας του προσπαθεί να κερδίσει λίγους μήνες, ίσως μονάχα λίγες ακόμα ημέρες ζωής, θέτοντας ένα προσωπικό στοίχημα: να περισώσει την αξιοπρέπεια της μουσικής του Μότσαρτ βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα στο φεστιβάλ Festspiele, το οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί στη γενέθλια πόλη τής αναμφίβολα μεγαλύτερης μουσικής ιδιοφυΐας που γέννησε η Αυστρία. Οχι άδικα.

Η προπαγάνδα

Για τους Ναζί η διοργάνωση του φεστιβάλ επρόκειτο να είναι σημαντικό κεφάλαιο στην προπαγάνδα τους περί ενός γερμανικού πολιτισμού ανώτερου της «παρακμιακής», «μολυσμένης από το εβραϊκό στοιχείο» σύγχρονης τέχνης. Με ένα κοινό αποτελούμενο κατά βάση από στρατιωτικούς, μικρομεσαία στελέχη του καθεστώτος και τραυματίες του πολέμου δεν ήταν έκπληξη που το πρόγραμμα ήταν υποταγμένο στις αισθητικές και ιδεολογικές ανάγκες των Ναζί. Για τον καλλιεργημένο όμως ήρωά μας, μια τέτοια διαχείριση της μουσικής κληρονομιάς του Μότσαρτ συνιστούσε ευθεία προσβολή του σπουδαίου μουσουργού και του έργου του. Βλέποντας τη χώρα του, την Ευρώπη, τις αξίες που συνέθεταν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό να καταρρέουν όσο η γερμανική επέλαση προχωρούσε, ο Στάινερ επιχειρεί να περισώσει ό,τι μπορεί. Σχεδιάζει λοιπόν τη δική του μικρή συνωμοσία, ένα μικρό μουσικό «αντάρτικο», με το οποίο ίσως καταφέρει να αντισταθεί στους Ναζί, εκδικούμενός τους με όσα η ολοκληρωτική τους σκέψη απεχθανόταν: την ευφυΐα, τον αυτοσχεδιασμό, την ομορφιά, το ταλέντο, την υπέρβαση των κανόνων. Περισσότερα ο αναγνώστης θα βρει στις σελίδες του υπέροχου αυτού βιβλίου, ας μην του χαλάσουμε την έκπληξη.

Για τον Οτο Στάινερ ο κόσμος μοιάζει με τεράστια παρτιτούρα και οι Ναζί με την απάνθρωπη ιδεολογία τους συνιστούν την τέλεια παραφωνία. Είναι στιγμές που ο αναγνώστης υποψιάζεται πως ο ήρωας του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι είναι ένας (φιλελεύθερος) Εβραίος που έχει γνώση των αντισημιτικών πολιτικών του Ράιχ, ενοχλείται περισσότερο από τις «μουσικές ανορθογραφίες» που εκπορεύονται από την αισθητική του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, παρά από τις πρακτικές του οι οποίες και παρουσιάζονται δίχως συγκινησιακές υπερβολές και μάλλον ορθά, δεδομένου ότι ο μέσος αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να φανταστεί τη διαρκή παρουσία του φόβου στην καθημερινότητα (και) των ασθενών. Ανορθογραφίες όμως, οι οποίες είναι σίγουρο ότι λειτουργούν ως σημείωση της εν γένει βαρβαρότητας, η οποία και παρουσιάζεται συμβολικά μέσα από εικόνες και σχόλια που παραπέμπουν στο μουσικό σύμπαν του ήρωα – πρωταγωνιστή, όπως στο σημείο όπου φαντάζεται τον μαέστρο Μπεμ, παραδομένο στα κελεύσματα του γκαουλάιτερ και παντελώς ανίκανο να αποδώσει το πνεύμα του Μότσαρτ, να κραδαίνει ρόπαλο αντί για μπαγκέτα διευθύνοντας την ιστορική ορχήστρα του Ζάλτσμπουργκ. Υπό την έννοια αυτή η «διάσωση του Μότσαρτ» δεν αποτελεί μια προσωπική εμμονή του ήρωα, παράλογη και παράλογα δευτερευούσης σημασίας μέσα στο σύνολο των ιστορικών γεγονότων που την ίδια περίοδο λαμβάνει χώρα, αλλά ένα ρίσκο που κάθε έντιμος άνθρωπος θα έπρεπε να παίρνει σε στιγμές δύσκολες, προασπίζοντας αξίες και ιδανικά που όταν χαθούν, χάνεται και η ελπίδα.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός και συγγραφέας. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις Εκδ. Οκτώ σε επιστημονική επιμέλεια του ιδίου ο συλλογικός τόμος «Οι Απείθαρχοι. Κείμενα για την ιστορία της νεανικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο».

Η άσκηση

Οι μικρές ιστορίες και η μεγάλη Ιστορία

Το κείμενο δοσμένο με μορφή ημερολογίου, επιλογή που δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να «συνομιλεί» με την εξέλιξη του πολέμου, αποτελεί άσκηση πάνω στο πώς συναρθρώνεται η μικρή, προσωπική ιστορία με την μεγάλη Ιστορία. Προφανώς οι ατελείωτες μικροϊστορίες της δύσκολης δεκαετίας του ’40 χαράχτηκαν ανεπανόρθωτα από «την εποχή», το γνωρίζουν τούτο καλά οι Ελληνες, λαός που βίωσε με πρωτοφανή σκληρότητα τη συλλογική «κακιά μοίρα», με ό,τι αυτό σήμανε για τον καθένα που έζησε (σ)τα δύσκολα αυτά χρόνια. Από την άλλη, ο Ζερουσαλμί μας θυμίζει στο θαυμάσιο αυτό κείμενο που με λιτότητα και δεξιότητα μαστορεύει ότι και η μεγάλη Ιστορία δεν κινείται πάντοτε στις ράγες μιας αναπότρεπτης πορείας, αλλά πλάθεται από το πλήθος των, συχνά αθόρυβων, αποφάσεων που ο καθείς εξ ημών λαμβάνει όταν καλείται να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι». Υπό την έννοια αυτή, ο συγγραφέας θέτει επί τάπητος ένα τεράστιο ζήτημα, αυτό της συνεργασίας καλλιτεχνών που έχαιραν δεδομένου κύρους (όπως εν προκειμένω ο Κάραγιαν), με ολοκληρωτικά ή απλώς δικτατορικά καθεστώτα, κάτι που, ας μην ξεχνάμε, συνέβη και στην περίπτωση της 21ης Απριλίου, στον αντίποδα της αντίστασης που άλλοτε με σιωπές, άλλοτε με υπαινιγμούς και σίγουρα με προσωπικό κόστος υιοθέτησαν οι ολίγοι προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο της συνείδησής τους. Το ελάχιστο που ορίζει η ηθική στάση, το χρέος: «Να σιγήσουν τα όργανα. Οι τενόροι, οι βιολονίστες. Να μην είναι συνεργοί σ’ αυτό. Από σεμνότητα» (σελ. 74).

Raphael Jerusalmy

Να σώσουμε τον Μότσαρτ

Εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2018, σελ. 149

Τιμή: 14 ευρώ