Εξετάζοντας την τηλεόραση ως έμμεσο δείκτη κοινωνικής ευημερίας –χρησιμότατα και απολύτως ενδεικτικά τα στοιχεία που μας δίνουν η ποσότητα και η ποιότητα των προγραμμάτων της καθώς και η διαφημιστική δαπάνη –μπορεί να μη βρισκόμαστε μπροστά σε εκπλήξεις (γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει στις ζωές μας) επιβεβαιώνουμε όμως την κρίση, την παρακμή, τον μαρασμό. Αυτό κυρίως τεκμαίρεται μέσα από τις εκπομπές των ιδιωτικών καναλιών (η δημόσια τηλεόραση είναι άλλο κεφάλαιο) τα οποία μας παρέχουν το πιο αμήχανο και φτωχό πρόγραμμα από τότε που πρωτοάρχισαν να λειτουργούν. Θύμα της γενικότερης οικονομικής κατάστασης (και καθρέφτης αυτής), η εν Ελλάδι μικρή οθόνη αγωνίζεται για να υπάρξει με παραγωγές φτηνές και εύκολες, αναζητώντας συνεργασίες στην Κύπρο, επιστρέφοντας σε παλιές, δοκιμασμένες (αλλά και μπαγιάτικες πλέον) συνταγές. Οι φιλότιμες και αξιοπρεπείς προσπάθειες δεν λείπουν (κυρίως στον χώρο της μυθοπλασίας), όμως και αυτές είναι τόσο λίγες (και γίνονται με τόση προσπάθεια και κόπο) που δεν αρκούν για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις.

Οι αμείλικτες θεαματικότητες

Είναι και τα νούμερα, αυτά τα αμείλικτα νούμερα, οι θεαματικότητες, πάνω στα οποία τα προηγούμενα ένδοξα χρόνια τα κανάλια έστησαν το παιχνίδι των εντυπώσεων και που έρχονται τώρα να αποδείξουν πως και το κοινό (κουρασμένο από τα ίδια και τα ίδια;) δεν παρακολουθεί τηλεόραση με τη συχνότητα που παρακολουθούσε παλιά. Πού πήγαν (αναφέρουμε ενδεικτικά) οι άνω του 60% θεαματικότητες που έκανε το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» δέκα χρόνια πριν; Τα 70,4% του «Big brother»; Τα 70,8% του τελικού του «The Voice 1»; Τα 78,1% του «Ενώπιος ενωπίω» (με καλεσμένη την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το 1993); Τα 62,6% των «Ψίθυρων καρδιάς»; Τα νούμερα με τα οποία μετράται η επιτυχία σήμερα είναι κατά πολύ μικρότερα. Ετσι, ανατρέχοντας στις μετρήσεις της Nielsen για την εβδομάδα από 6/2 ως 11/2/2018 βλέπουμε πως πιο δημοφιλές πρόγραμμα ήταν το «Survivor» της Κυριακής με 37,3% και ακολουθούσαν τα: «Στην υγειά μας ρε παιδιά» (το πολυσυζητημένο επεισόδιο όπου ο Σπύρος Παπαδόπουλος ξέπλυνε την Πάολα από το βαρύ πατσουλί του σκυλάδικου και την παρουσίασε ως ανεκτίμητο εθνικό θησαυρό) με 36,5%, το «Ελα στη θέση μου» (5/2) με 27%, το «Τατουάζ» (6/2) με 22,9% (μια ευπρόσωπη προσπάθεια για σαπουνόπερα πάνω σε πρωτότυπο σενάριο), «Το σόι σου» (6/2) με 21,9%, η τουρκική «Anne» (7/2) με 22,1%. Χαμηλές, σε γενικές γραμμές, οι πτήσεις.

Ηταν κάποτε «Το νησί»

Και όμως, πριν από μερικά χρόνια, την τηλεοπτική περίοδο 2010-2011 ήταν το «Νησί»! Το βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ σίριαλ του Mega, μια από τις πιο φιλόδοξες και ακριβές ελληνικές παραγωγές, την οποία είχαμε χαιρετήσει ως την αρχή της ανανέωσης – αναβάθμισης της τηλεόρασής μας. Ποιος να το φανταζόταν πως εκείνη η μεγάλη και εντυπωσιακών προδιαγραφών επιτυχία που έκανε πρεμιέρα με τηλεθέαση στο 55,7% και ολοκληρώθηκε με 64,6% (!) θα αποτελούσε τελικά (λόγω της κρίσης που στο μεταξύ ξέσπασε) το μεγαλοπρεπές φινάλε της made in Greece μυθοπλασίας, η οποία «πέθανε» πριν καν να ξεκινήσει το ταξίδι της για να κατακτήσει τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου. Θλιβερό και το ναυάγιο της «Εθνικής Ελλάδος» του Γιώργου Καπουτζίδη: ο πρώτος κύκλος της σειράς ολοκληρώθηκε στις 9 Ιουνίου 2015 χωρίς να υπάρξει ποτέ δεύτερος κύκλος λόγω ελλείψεως κεφαλαίων.

Εισαγωγές, αντιγραφές και πλήξη

Τι απέμειναν; Οι εύκολες λύσεις, δηλαδή σενάρια εισαγόμενα τα οποία προσαρμόζουμε στα ελληνικά: «Οι συμμαθητές», «Το σόι σου», «Ελα στη θέση μου», «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα», «Παρθένα ζωή»… Οι τουρκικές σειρές που, αν και δεν γνωρίζουν (ούτε αυτές) την επιτυχία που γνώριζαν παλαιότερα, πάντα έχουν το κοινό τους. Τα τηλεπαιχνίδια που άρεσαν πολύ κάποτε και που το ένα μετά το άλλο ξεθάβονται απλώς για να επιβεβαιώσουμε πόσο έχουν παλιώσει: Ο,τι και αν κάνει η Ζέτα Μακρυπούλια αντικαθιστώντας, είκοσι χρόνια μετά τη Μαίρη Μηλιαρέση στην παρουσίαση του «Ρουκ ζουκ», δεν παύει να μας σερβίρει ξαναζεσταμένο φαγητό. Αυτό δεν σημαίνει πως η Μηλιαρέση ήταν απαραιτήτως καλύτερη, αλλά πως το «Ρουκ ζουκ» είναι το παιχνίδι μιας άλλης εποχής. Το ίδιο και τα περισσότερα από τα τηλεπαιχνίδια που παρουσιάζονται σήμερα για να επιτύχουν από χαμηλές ως απλά συμπαθητικές θεαματικότητες. Οσο για τα σόου, αυτά και αν επιβεβαιώνουν την αμηχανία και την παρακμή. ΄Η μάλλον, το σόου, γιατί ένα το έχουμε: Το «Sunday live» με την Μακρυπούλια και τον Νίκο Μουτσινά μοιάζει με μια αδέξια επαναφορά του «Μπράβο» της Ρούλας Κορομηλά. Παρωχημένη και η αισθητική των ψυχαγωγικών εκπομπών της πρωινής – μεσημεριανής ζώνης, με παρουσιάστριες και πανελίστες εγκλωβισμένους θαρρείς στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Στο μεταξύ, και ενώ και τα ριάλιτι στα οποία στράφηκαν τα κανάλια έχουν πτωτική τάση (το φετινό «Survivor» κάνει χαμηλότερα νούμερα από το περσινό) ο Σκάι, ένα κανάλι που έδειχνε να φροντίζει την ποιότητα του προγράμματός του, επαναφέρει το trash με το «Power of love» και με παρουσιάστρια τη Μαρία Μπακοδήμου στον πιο απογοητευτικό ρόλο της τηλεοπτικής σταδιοδρομίας της.

Αλλαγή εποχής

Για να είμαστε ειλικρινείς, η ελληνική τηλεόραση (και η ιδιωτική και η δημόσια) δεν ήταν ποτέ μια τηλεόραση ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Απλώς, όταν είχε χρήματα, μπορούσε να κρύψει την ανεπάρκειά της πίσω από καλογυαλισμένες παραγωγές, ακόμα και να πλασάρει το κιτς ως γκλάμουρ σε ένα κοινό που είχε σε μεγάλο βαθμό εθιστεί στην ευτελή διασκέδαση. Ομως «no money no honey» όσο χαμηλής ποιότητας και αν είναι αυτό το μέλι. Από μια αγορά όπου η διαφημιστική δαπάνη μειώθηκε δραματικά δεν μπορείς να περιμένεις πολλά. Η μικρή οθόνη τραυματίστηκε βαριά μέσα στα οκτώ χρόνια του Μνημονίου, αντιμετωπίζοντας εκτός από τα οικονομικά και άλλα μεγάλα προβλήματα, από το ταραχώδες «μαύρο» της ΕΡΤ ώς το θέμα αδειοδότησης των ιδιωτικών καναλιών αλλά και το κλείσιμο του Mega. Σε ένα περιβάλλον διαρκούς αστάθειας δεν μπορείς όχι να έχεις ανάπτυξη ή να βελτιώσεις το προϊόν σου, αλλά ούτε καν να επιβιώσεις. Ειδικά τη στιγμή που αναδύονται οι νέες δυνάμεις, η συνδρομητική τηλεόραση α λα Cosmote TV και οι διαδικτυακές πλατφόρμες α λα Netflix, οι οποίες αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούσαμε τηλεόραση, προσφέροντας με χαμηλό αντίτιμο στο κοινό πρόγραμμα αξιώσεων όπου και όποτε το θέλει (στην τηλεοπτική συσκευή του, στο tablet του, στο κινητό τηλέφωνό του). Οπότε, τελικά, το θέμα δεν είναι πώς θα σταματήσει η πτώση της ελληνικής τηλεόρασης (ή έστω η… πίσω ολοταχώς στροφή της), αλλά πώς τα ιδιωτικά αλλά και τα δημόσια κανάλια που έχουν κουτσά – στραβά επιβιώσει στην κρίση θα καταφέρουν να γίνουν η τηλεόραση της νέας εποχής. Αυτό δεν χρειάζεται μόνο κεφάλαια αλλά και οξυδέρκεια, πρόγραμμα, όραμα. Χρειάζεται απαλλαγή από τα βαρίδια και την κακή αισθητική του παρελθόντος και τον επαναπροσδιορισμό του όρου λαϊκή διασκέδαση με ποιοτικά κριτήρια.