Οι συνεντεύξεις του όχι μόνο σπανίζουν, αλλά ενίοτε καταλήγουν σε καταστροφή: λέγεται ότι σε μια εμφάνισή του στην εκπομπή «The old grey whistle test» του Μπομπ Χάρις απαντούσε μόνο με μουγκρητά, αφήνοντας τα υπόλοιπα στους συνεργάτες του. Δεν είναι παράξενο επομένως που η πρόσφατη συνομιλία του Βαν Μόρισον με τον δημοσιογράφο της βρετανικής «Telegraph» Τζον Πρέστον, άρχισε κάπως δύσκολα: με καθυστέρηση μερικών λεπτών, με εκπροσώπους που κοιτούσαν τα ρολόγια τους και τελικά με την εμφάνιση ενός μικρόσωμου, γεματούλη ανθρώπου, που αν και 71 ετών, πίσω από τα μαύρα γυαλιά του έμοιαζε πρόθυμος για καβγά.

Αραγε η ηλικία έχει αλλάξει τον τρόπο που γράφει στίχους και μουσική; Η ερώτηση, μάλλον κατάλληλη για σπάσιμο του πάγου, χρειάστηκε κάμποσες έντονες στιγμές για να απαντηθεί. «Οχι», είπε τελικά ο Ιρλανδός. Τα τραγούδια του προκύπτουν από την εκάστοτε διάθεσή του ή από ξεσπάσματα δημιουργικότητας; Πότε το ένα, πότε το άλλο. Κάποιες φορές πρέπει να προλάβει ενοχλητικές προθεσμίες. Και κάποιες άλλες, όπως σε εκείνη τη συνέντευξη, μπορεί να χαμογελάσει ξαφνικά και να κλείσει την απάντησή του, με ένα «ξέρεις τώρα, δεν μπορείς να τα έχεις όλα».

Κατά τη γνώμη του Βαν Μόρισον πάντως, οι άνθρωποι τον έχουν παρεξηγήσει. Πρώτα από όλα, όσον αφορά το περιεχόμενο των τραγουδιών του, που δεν είναι όσο αυτοβιογραφικά θρυλείται. «Δεν αντέχω όλη αυτή την ανάλυση» έλεγε στην «Telegraph», συμπληρώνοντας ότι εξαιτίας της έχει γίνει πιο προσεκτικός με τους στίχους του. Οι περισσότεροι αφορούν την ατμόσφαιρα ενός συγκεκριμένου τόπου ή χρόνου. «Η ζωή μου όμως, δεν είναι τα τραγούδια μου. Τα γράφω με τον ίδιο τρόπο που κάποιος γράφει ένα σενάριο ή μια ιστορία. Λέγεται ποιητική αδεία, αν και οι άνθρωποι δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνονται».

Οχι ότι η πραγματική ζωή του είναι αδιάφορη. Ο Μόρισον γεννήθηκε στο Μπέλφαστ στις 31 Αυγούστου του 1945, ως μοναχοπαίδι ενός ηλεκτρολόγου ναυπηγείων και μιας τραγουδίστριας. Η τζαζ και τα μπλουζ ακούγονταν συχνά στο σπιτικό τους και ο Μόρισον εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκαπέντε του, για να παίξει με τους Monarchs. Ακολούθησαν οι εκρηκτικοί και ζόρικοι Them, που απέκτησαν γρήγορα θαυμαστές. Το τραγούδι τους «Gloria» θα διασκευαζόταν από τους Doors, την Πάτι Σμιθ και άλλους.

Από τη σόλο καριέρα του, το ευφρόσυνο «Brown Eyed Girl» έγινε μεγάλο σουξέ το 1967, ενώ το άλμπουμ «Astral Weeks» θα αποδεικνυόταν το αριστούργημά του. Τα «Moondance» ή «Tupelo Honey» ανέβασαν κι άλλο τη δημοτικότητά του, συχνά όμως το «άγχος της σκηνής» υπονόμευε τις συναυλίες του. Ο Μόρισον συνέχισε να κυκλοφορεί πότε έξοχα καινούργια τραγούδια σαν το «Have I Told You Lately That I Love You» και πότε μπλουζ διασκευές όπως το «Too Long in Exile».

Ειδικά τα μπλουζ, τα είχε αγαπήσει από νωρίς: «Συνδέθηκα μαζί τους από μια κοινωνική, εργατική σκοπιά. Οσα περιέγραφαν δεν διέφεραν από εκείνα που ήξερα. Ο Lightnin’ Hopkins ή ο Τζον Λι Χούκερ ήταν εντελώς ανεκπαίδευτοι, αλλά σπουδαίοι ποιητές» έλεγε στην «Telegraph». Τον επηρέασαν ακόμα και στη σκηνική του παρουσία: «Τα πρώτα χρόνια στο ροκ εν ρολ υπήρχε πολλή ενέργεια και κίνηση. Οταν όμως καταπιάστηκα με τα μπλουζ που ήταν πιο εσωστρεφή, η ερμηνεία μου άλλαξε. Οταν άρχισα να γράφω δικά μου τραγούδια, χρειάστηκε ακόμα περισσότερη ενδοσκόπηση».

Οι επαγγελματίες των δισκογραφικών που τον περιστοίχιζαν είχαν άλλα στον νου τους. Ακόμα θυμάται το γραφείο σε έναν ουρανοξύστη του Λος Αντζελες όπου κάτι τύποι «φυσούσαν τον καπνό του πούρου τους πάνω μου, χτυπούσαν το χέρι στο τραπέζι και φώναζαν “πρέπει να κάνεις ό,τι σου λέμε”». Και κάπως έτσι, στη δεκαετία του ’70, απομακρύνθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας. Η επί σκηνής παρουσία εξακολουθεί να τον αγχώνει -«είμαι πολύ απομονωμένος σαν άνθρωπος και για να εμφανιστώ σε κοινό πρέπει να γίνω κάτι που δεν είμαι: εξωστρεφής» έλεγε.

Tο επικείμενο 37ο άλμπουμ του «Roll With The Punches», ένα μείγμα από μπλουζ των Σαμ Κουκ, Μπο Ντίντλεϊ, Λιτλ Γουόλτερ και από καινούργιο υλικό, τουλάχιστον με βάση τα δύο τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει, ακούγεται μελαγχολικά αισιόδοξο. Εστω κι έτσι, η φήμη του τον θέλει μουρτζούφλη και απρόσιτο. «Εχουν γραφτεί τόσα για το πόσο σοβαρός είμαι ή πόσο σπάνια γελάω, που η ρετσινιά δεν θα φύγει ποτέ» κατέληγε στη συνέντευξή του. «Είναι εντελώς παράλογο, επειδή υπάρχει πολύ χιούμορ στη δουλειά μου –τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου –και, όπως γνωρίζουν όσοι έχουν έρθει, το ίδιο ισχύει για τις συναυλίες μου».