Πλατεία Τριών Ναυάρχων, Ναύπλιο. Διάλειμμα από τα γυρίσματα, για τον «Μελισσοκόμο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι αφηγείται τη ζωή του στην κινηματογραφική του «κόρη». «Ποια ταινία αγαπήσατε πιο πολύ;» τον ρωτάει. «Το 8 1/2»!

Πώς βρεθήκαμε στο Ναύπλιο του 1986; Πέσαμε με αλεξίπτωτο σε ένα από τα περιστατικά, στη ζωή της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Η οποία ετοιμάζεται να ενδυθεί Ατοσσα με τον ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη (11-12 Αυγούστου στην Επίδαυρο), αλλά και ερμηνεύτρια τραγουδιών – στίχων του Νίκου Γκάτσου, πλάι στον Μανώλη Μητσιά, στην παράσταση «Ο Γκάτσος που αγάπησα», που ενθουσίασε στον «Παρνασσό» και οδεύει στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβριο. Ωπ! Γυρίστε την ταινία από την αρχή, παρακαλώ.

Πίσω, στη Δόξα του Εβρου, όπου γεννήθηκε και πάτησε πρώτη φορά το (μαθητικό) σανίδι και σέρβιρε –μαζί με τον αδελφό της –μεζέδες στο καφενεδάκι των γονιών της. Ώς τα 11, όταν εκδηλώθηκε η επιθυμία του πατέρα να της δώσει καλύτερες ευκαιρίες. Την έστειλε στο Διδυμότειχο για τη Στ’ Δημοτικού. Πρώτη μετανάστευση. Αφού πρώτα είχε προλάβει από την Α’ Δημοτικού, χάρη σε μια φωτισμένη δασκάλα, να κάνει πράξη την πρώτη από τις αγάπες της, την ηθοποιία. Με μακροσκελή ποιήματα. «Του νεκρού αδελφού», «Ο ματρόζος». Εκεί χάρηκε, σαν στο «Σινεμά ο Παράδεισος», και τη δεύτερη αγάπη της. Στον καφενέ των γονιών της, όπου σταματούσε το φορτηγάκι περιφερόμενου προβολατζή. Να και «η δεύτερη ανομολόγητη τότε επιθυμία», όπως λέει.

Η δεύτερη μετανάστευση ήρθε έναν χρόνο μετά. Στην Κομοτηνή. Για την Α’ Γυμνασίου. Και τρίτη. Στη Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς της προσπάθησαν να στήσουν ένα καφενεδάκι. Στο τέλος του εξατάξιου γυμνασίου έδωσε εισαγωγικές στον «πιο δύσκολο κλάδο», τον θετικό.

Ελα όμως που εκείνο το πρώτο «ανομολόγητο» την έτρωγε. Και ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού ή του Τέχνης. Κι έδωσε τελικά στη Δραματική του ΚΘΒΕ. Και πέρασε. Και πάνω που φοιτούσε, τη βρήκαν τα μαντάτα ότι πέρασε στους Πολιτικούς Μηχανικούς του Μετσοβίου. Εφτασε όμως στον τρίτο χρόνο θεατρικών σπουδών και το Πολυτεχνείο δεν την είδε. «Δεν έχω μετανιώσει» αποτιμά. Τότε της έρχεται η πρόταση από τον Νικηφόρο Παπανδρέου για την υπό ίδρυση Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» (τη συγκινούσε ο υπότιτλος «για ένα θέατρο πιο πειραματικό»). Και να «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», και να τρίπτυχο της Λούλας Αναγνωστάκη. Δύο χρόνια έμεινε. Και βρέθηκε για άλλα δύο στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης με «Μαρά Σαντ» και με το σαιξπηρικό «Με το ίδιο μέτρο», σε σκηνοθεσία του Ανατολικογερμανού Χάιντς Ούβε Χάους. Χώρια μια δουλειά στα γραφεία της εφημερίδας «Εγνατία».

Ωσπου η πρόταση του Κώστα Αρζόγλου και της δασκάλας της Μάγιας Λυμπεροπούλου να συμμετέχει στο όραμα του «Αεικίνητου», ενός θεάτρου τέντας που θα όργωνε την Ελλάδα, αρχικά με τους «Αλλοπαρμένους», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου, την έφερε στην Αθήνα. Το όραμα έχασε τα φτερά του, για οικονομικούς λόγους, κι εκείνη βρέθηκε στο γκολντονικό «Καινούργιο σπίτι» κατά Βασίλη Παπαβασιλείου (κι εκείνος για Ιατρική στη Θεσσαλονίκη είχε κινήσει…), όπου γνώρισε τον «υπέροχο φίλο» της Μηνά Χατζησάββα.

Φτάσαμε τις 500 λέξεις και τούτο το πορτρέτο δεν είναι εύκολο να χωρέσει, πλήρη, την πορεία της. Στο «γρήγορο», λοιπόν. Ανοιξη 1984 την κάλεσε στο Ανοιχτό Θέατρο –στου Γκύζη, δίπλα σε μπιλιαρδάδικα –ο Γιώργος Μιχαηλίδης. Βεατρίκη στο «Πολύ κακό για το τίποτα». Με τα έσοδα να μοιράζονται σε 18 μερίδια. «Από τα πιο ωραία χρόνια» λέει. Να και οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες: «Κρίμα που είναι πόρνη» και «Λούλου» του Βέντεκιντ. Και «Τρεις αδελφές» (Μάσα), με τον Διονύση Φωτόπουλο να «χτίζει» ένα δίπατο με κήπο στο θέατρο. Και Γερτρούδη στον «Αμλετ».

Και αυτό ενώ η επιτυχία την ακολουθούσε, ύστερα από το κάλεσμα του Κώστα Κουτσομύτη, και στην τηλεόραση: «Κίτρινος φάκελος», «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά». Αργότερα «Τελευταίο αντίο» και «Τελευταία παράσταση» (για τη ζωή της Ελλης Λαμπέτη). Παράλληλα, στην «ελεύθερη» θεατρική πιάτσα, «Οπερα της πεντάρας» κατά Ζυλ Ντασσέν στο Αθήναιον ως Τζένη (έκανε Κυρία Πίτσαμ στην εκδοχή Χουβαρδά, πρόσφατα, στο Παλλάς), και «Γλάρο» κατά Γιούρι Λιουμπίμοφ στο Διονύσια, και «Δεσποινίδα Τζούλια», και «Λαίδη Μάκβεθ», και –επιτέλους, ένα ακόμη όνειρο –Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Πέτερ Στάιν («μου δίδαξε πολλά» λέει).

Ο Νίκος Κούρκουλος την κάλεσε στο Εθνικό και συμμετείχε έτσι στη διετή περιοδεία της «Μήδειας» κατά Νικαίτη Κοντούρη, από Αμερική έως Αυστραλία και Ιαπωνία, με διθυραμβικές κριτικές, ενώ στο μεταξύ, αφού συμμετείχε σε τέσσερις Χορούς στην Επίδαυρο, ντύθηκε «Αντιγόνη» κατά Μίνο Βολανάκη. Στο πλάνο και το Θέατρο του Νότου. Και ένα πρωτόφαντο θέαμα πολυμέσων κατά Αντώνη Καλογρίδη στο «Σκράικερ» (Πόρτα) και «Ημέρωμα της στρίγκλας». Δεν της δόθηκε η ευκαιρία –λέει –να κάνει κωμωδία, παρότι θα είχε την επιθυμία…

Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου (Ιοκάστη) και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (κατά Γιάννη Χουβαρδά), και «Σκηνές από έναν γάμο» (με τον Μηνά Χατζησάββα), και τρεις χρονιές «La Chunga» (κατά Ελένη Σκότη), και «Πικρά δάκρυα της Πέτρας φον Καντ» (κατά Αντζελα Μπρούσκου), και τραγούδι στη «Ραμόνα» της Γλυκερίας Μπασδέκη. Και και και…

Και, παράλληλα, σινεμά. Ώς τη Σενεγάλη («Electra» του Πέτρου Σεβαστίκογλου) και το χιπ-χοπ («Ανοιχτά μικρόφωνα» του Νίκου Σκαρέντζου). Βαφέας, Καραμαγγιώλης, Πανουσόπουλος, Παναγιωτόπουλος και «Κωνσταντινούπολη αγάπη μου» της Σετσκίν Γιασάρ. Ωπ! Τέλος χώρου…