Φαίδρα έλεγαν την κόρη του Μίνωα, του βασιλιά της αρχαίας Κρήτης –η οποία επίσης υπήρξε και δεύτερη γυναίκα του ηρωικού Θησέα. Που, όπως λέει ο μύθος, αγάπησε με πάθος τον όμορφο γιο του άνδρα της (γιος του ήρωα από τον προηγούμενο γάμο του με την αμαζόνα Αντιόπη), τον Ιππόλυτο, και προσπαθώντας να τον κατακτήσει έπεσε στα πόδια του, παρακαλώντας τον να ανταποκριθεί στον αβάσταχτο έρωτά της. Εκείνος όμως την απέρριψε, και εκείνη σκίζοντας τα ρούχα της παρουσιάστηκε στον Θησέα κατηγορώντας τον Ιππόλυτο για απόπειρα βιασμού.
Ο Ιππόλυτος φεύγοντας σκοτώθηκε, όταν τα άλογα του άρματός του αφήνιασαν στην αιφνίδια θέα ενός τέρατος που είχε εκβραστεί από τη θάλασσα. Η Φαίδρα, μόλις το έμαθε, κρεμάστηκε για να γλιτώσει από τις ενοχές. Ακόμη και για το τερέν της αρχαίας τραγωδίας το έργο που προέκυψε από αυτόν τον μύθο, ο «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη, τάραξε την τότε κοινωνία και δεν ήταν λίγοι οι «συνάδελφοι» του συγγραφέα που φρόντισαν να κάνουν γνωστή τη δυσφορία τους –ο Αισχύλος ήταν ένας εξ αυτών.
Οσο δύσπεπτο ήταν το θέμα τότε, άλλο τόσο ήταν και για το αμερικανικό κοινό, όταν ο Ζυλ Ντασσέν αποφάσισε να μεταφέρει κινηματογραφικώς την τραγωδία, και μάλιστα μεταφέροντάς την στην (τότε) σύγχρονη εποχή, δηλαδή στο έτος 1962, με πρωταγωνιστές τους Ραλφ Βαλόνε, Αντονι Πέρκινς και, φυσικά, την αγαπημένη του Μελίνα. Οσο για το σενάριο, βασίστηκε στην πένα της συγγραφέως, ζωγράφου και παλαιάς συνεργάτιδας των «ΝΕΩΝ» Μαργαρίτας Λυμπεράκη, η οποία είχε ήδη στο ενεργητικό της το σενάριο της «Μαγικής πόλης» του Νίκου Κούνδουρου.
Η ίδια είχε πει: «Πηγές μου για τη “Φαίδρα” και ερεθίσματα ήταν η Μελίνα –σαγηνευτική, φλογερή και ώριμη ως ηθοποιός για έναν ρόλο παθιασμένης βασίλισσας –και ο μύθος που χειρίστηκα ελεύθερα. Οταν λέω “μύθος”, δεν εννοώ μόνο τον αρχαίο μύθο αλλά και τον σύγχρονο, τον μύθο των βασιλιάδων της εποχής του ’60, που ήταν οι εφοπλιστές, με τις δυναστείες και την παντοδυναμία τους. Στη “Φαίδρα” υπάρχουν δύο τραγικά γεγονότα: το δυστύχημα του γιου Αλέξη-Ιππόλυτου, ύστερα από την κατάρα του πατέρα, και η αυτοκτονία της Φαίδρας. Αυτά όμως συνέβησαν και στην πραγματικότητα. Ο Αλέξανδρος Ωνάσης σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το αεροπλάνο του –μυθικό θηρίο που τρώει τον Ιππόλυτο. Η Ευγενία Νιάρχου αυτοκτόνησε, τη βρήκαν με τη μαύρη μάσκα που φοράει η Φαίδρα στην τελευταία της σκηνή…».
Στην Ύδρα η Μερκούρη και οι διάσημοι συμπρωταγωνιστές της Ραλφ Βαλόνε και Αντονι Πέρκινς γίνονται δεκτοί με τιμές –και ολόκληρο το νησί ζωντανεύει. Ο Ντασσέν βρίσκεται στην πιο δημιουργική του φάση, παρακινούμενος και από τον έρωτά του για τη Μελίνα, και η παραγωγή ολοκληρώνεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Παρών στα γυρίσματα ήταν και ο διάσημος φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος (γνωστός για το «Greek Portfolio» με εντυπωσιακές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από μια Ελλάδα που χάθηκε, της ίδιας ακριβώς εποχής), ο οποίος απαθανάτισε με τον πάντα ανήσυχο φακό του τα γυρίσματα, τα πρόσωπα, τους ήρωες, τις προσωπικότητες…
Την ώρα που το ερωτικό τρίγωνο της ιστορίας ταξίδευε φιλμικά από την αρχαία Ελλάδα της βασιλικής οικογένειας του Θησέα στη σύγχρονη Ελλάδα των εφοπλιστών: η Φαίδρα (Μελίνα Μερκούρη), δεύτερη σύζυγος του εφοπλιστή Θάνου Κυρίλη (Ραλφ Βαλόνε), ερωτεύεται τον γιο που έχει ο σύζυγός της από τον πρώτο του γάμο, Αλέξη (Αντονι Πέρκινς).
Η Μελίνα, οι Βρετανοί και τα αρχαία γλυπτά
Η μουσική επένδυση της ταινίας έγινε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Νίκος Γκάτσος. Και οι κριτικοί κινηματογράφου δυσφορούν. Κάποιοι μιλούν αρνητικά για την ερμηνεία του Αντονι Πέρκινς, που ενσαρκώνει έναν λεπτεπίλεπτο, διαρκώς φοβισμένο Αλέξη. Κάποιοι θεωρούν, επίσης, ότι η Μελίνα υπήρξε ακατάλληλη επιλογή –όλα αυτά όμως στην Αμερική. Γιατί στην Ευρώπη η ταινία γίνεται αυτό που λέμε «γκραν σουξέ» και η εμπορική της επιτυχία «βγάζει τα σπασμένα».
Στα γυρίσματα της ταινίας ένα περιστατικό ταρακουνά τη Μελίνα Μερκούρη: οι Βρετανοί ζητούν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει αρχαία ελληνικά γλυπτά. Η Μελίνα δεν πιστεύει στα αυτιά της και ο καβγάς που ακολουθεί αξιομνημόνευτος.
Εδώ ακούστηκε και το υπέροχο «Σε πότισα ροδόσταμο», με τον Πέρκινς να αναρωτιέται «τι λέει αυτό το τραγούδι;» και η Μελίνα να του απαντά: «Α, είναι σαν όλα τα ελληνικά τραγούδια, μιλά για τον έρωτα και τον θάνατο».
Η συγκεκριμένη σκηνή που του εξηγεί το «νόημα» των στίχων, γυρισμένη λατρευτικά από την κάμερα του Ντασσέν, αποτελεί πραγματικό κομμάτι ανθολογίας. Η δε φιλία της Μελίνας και του Αντονι Πέρκινς βάσταξε πολλά χρόνια. «Ηταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος και μια πραγματικά βασανισμένη ψυχή», θα πει η ίδια λίγο μετά τον θάνατό του, από AIDS, το 1992 (τραγική ειρωνεία: εννέα χρόνια μετά τον χαμό του, η χήρα του Μπέρι Μπέρενσον σκοτώθηκε στις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 σε ηλικία 53 ετών (επέβαινε σε πτήση της American Airlines που καρφώθηκε στους Δίδυμους Πύργους, επιστρέφοντας στο σπίτι της στο Λος Αντζελες έπειτα από διακοπές).
Πενήντα χρόνια μετά την έξοδό της στις αίθουσες παγκοσμίως, τι έχει απομείνει από τη «Φαίδρα»; Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη θεωρούσε ότι «η ταινία κέρδισε με τον χρόνο. Εχει αποκτήσει και ένα άλλο στοιχείο, μια πλευρά ντοκιμαντέρ, είναι η Αθήνα μιας εποχής, μιας τάξης κοινωνικής, η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Ο Ζυλ Ντασσέν έφτιαξε μια ταινία θελκτική, θερμή, τέλος πάντων ερωτική, πράγμα που σπανίζει στον σημερινό κινηματογράφο. Μια ταινία τολμηρή για την εποχή της».
Σήμερα αυτές οι σπάνιες φωτογραφίες από τα γυρίσματα της ταινίας μέσα από τον φακό του Κωνσταντίνου Μάνου, τις οποίες ο ίδιος παραχώρησε πρώτη φορά για δημοσίευση στα «ΝΕΑ», μας υποχρεώνουν για άλλη μία φορά να επιστρέψουμε σε ένα όχι και τόσο «θεσμοθετημένο» ως «κλασικό» κεφάλαιο του (λίγο-πολύ) ελληνικού κινηματογράφου και να μας θυμίσουν ότι, όπως και να το κάνουμε, κάποιοι άνθρωποι «γεννιούνται» με λάμψη.
Η Μελίνα στον φακό μου
«Το 1961 επέστρεψα στην Ελλάδα για να δουλέψω το βιβλίο μου «A Greek Portfolio», θυμάται ο διακεκριμένος φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος σε ένα σημείωμά του για «ΤΑ ΝΕΑ». «Σχεδόν αμέσως ανέλαβα ένα φωτορεπορτάζ στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα». Η Μελίνα ήταν υπέροχη γυναίκα –όλο χάρη και γενναιοδωρία. Το καλό ήταν ότι δεν είχε στο νου τηςτον φακό ή εμένα». Εκείνο που έχει μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη του είναι ότι «όλοι στο πλατότη θαύμαζαν και τη λάτρευαν».