Στα περιφερειακά κράτη που μονίμως υφίστανται πλήγματα και ταπεινώσεις από τις γεωπολιτικές εξελίξεις κυριαρχεί ένας δημόσιος λόγος μελοδραματικός, τοπικιστικός, ψευδοεπιβλητικός, αλυτρωτικός. Στις ίδιες χώρες οι περισσότεροι πολίτες τείνουν να εκφράζονται με θραύσματα δανεισμένων ιδεών, να μπλέκουν στο μυαλό τους ασύνδετα πεδία, να χρησιμοποιούν πομπώδη λεκτικά σχήματα. Οι πιο πολλοί λογοτέχνες αυτών των χωρών, τέλος, σύντομα απολυμαίνονται από κάθε διάθεση για πειραματισμό και σύγκρουση: πριν καλά καλά γεράσουν, υπνωτίζονται από δοξασίες περί εθνικής ταυτότητας, επιλέγουν τον μανιερισμό, πατούν σε δοκιμασμένες λύσεις κοινής αποδοχής, δοξολογούν την κοινοτοπία, γίνονται υπηρέτες της πολιτικής ορθότητας. Ο επαρχιωτισμός και η νοητική προχειρότητα ξεγυμνώνουν ωστόσο πολλά στερεότυπα. Ετσι ανοίγει λίγος χώρος για να ξεφυτρώσουν δημιουργοί όπως ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς (1904-1969).

Ο σπουδαίος πολωνός συγγραφέας λειτούργησε ως εξαιρετική περίπτωση λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά και εξαιτίας επιλογών και συγκυριών, που δεν του άφησαν περιθώριο ούτε καν για μια ρυθμισμένη καθημερινότητα. Στα εφηβικά του χρόνια κατάλαβε ότι η πορεία της ιστορίας θα τιμωρούσε την αριστοκρατική οικογένειά του και αντιλήφθηκε ότι οι ευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν θα άφηναν τη χώρα του να ωριμάσει. Στα είκοσι έξι του διέλυσε κάθε προοπτική για νομική καριέρα, όταν εξέφρασε σε δικαστικούς κύκλους απόψεις που εκείνο τον καιρό θεωρούνταν φιλελεύθερες και φιλοσημιτικές. Στα τριάντα τρία του εξέδωσε ιδίοις αναλώμασιν το πρώτο του μυθιστόρημα «Φερντυντούρκε» (στα ελληνικά από τις εκδ. Ερατώ), κυρίως για να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με την ετοιμόρροπη αριστοκρατία και τη σπουδαιοφανή Πολωνία. Στα τριάντα πέντε του αποκλείστηκε στην Αργεντινή εξαιτίας του ξεσπάσματος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και αποφάσισε να ξεχάσει για καιρό την Ευρώπη. Μέχρι τα πενήντα εννιά του έμεινε εγκλωβισμένος στο Μπουένος Αϊρες, αλλά ούτε και στην ξένη γη δεν προσπάθησε να μετριάσει την επιθετικότητα των απόψεών του. Τελικά το 1963 επέστρεψε στην Ευρώπη χάρη στην αναπάντεχη γιγάντωση της φήμης του, αλλά η κακοζωία και το στρες είκοσι τεσσάρων ετών τον οδήγησαν στον θάνατο το 1969 στην πόλη Βανς της Νότιας Γαλλίας.

Γόνιμες αντιφάσεις

Ο Γκομπρόβιτς υπέφερε όλη του τη ζωή από την ανημπόρια του να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ευπρέπειας και να ενσωματωθεί σε κοινωνικά υποσύνολα, αλλά συνάμα απολάμβανε την ελευθερία του ανένταχτου. Εβλεπε τον άνθρωπο ως άτεχνο ηθοποιό που χρησιμοποιεί αφύσικες μουτσούνες προκειμένου να κρύβει αγκυλώσεις και εξαρτήσεις –οικογενειακές, κοινωνικές, ταξικές, εθνικές, πολιτισμικές. Οριζε τις διαπροσωπικές σχέσεις ως συγκρούσεις ανάμεσα σε ψεύτες που προσπαθούν να διατηρούν κεκτημένα και να μην αποκαλύπτουν μυστικά. Θεωρούσε ότι το άτομο επιδιώκει να πλάθει κλειστά, χρηστικά πλαίσια, αλλά και ότι κάθε τέτοια προσπάθεια προσκρούει στη μη ελεγξιμότητα του κόσμου. Πίστευε ότι η ανωριμότητα είναι ομορφότερη από την επιτήδευση, ότι ένα σώμα μπορεί να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μια ομιχλώδη νόηση.

Από την άλλη, μολονότι είχε γερή φιλοσοφική κατάρτιση και είχε εμπεδώσει από μικρός τη δομή των πιο νεωτερικών λογοτεχνημάτων του εικοστού αιώνα, ένιωθε ότι μπορούσε να εκφράζεται αποτελεσματικά μόνο με γραμμικά, κωμικά, ψευδοαυτοβιογραφικά μυθιστορήματα γεμάτα χλεύη και βιτριολικά σχόλια. Οπως έλεγε: «Είμαι χιουμορίστας, κλόουν, σχοινοβάτης, προβοκάτορας, τα έργα μου κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να ικανοποιήσουν, είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, πάλη, πλάκα και παιχνίδια –τι άλλο θέλετε;». Στο «Φερντυντούρκε» λοιπόν, που εκδόθηκε το 1937, σατιρίζονται ανελέητα οι παιδαγωγικές τεχνικές, οι αριστοκρατικοί τρόποι και οι κοινωνικές ιεραρχήσεις, μέσα από την ιστορία ενός τριαντάχρονου άντρα που αναγκάζεται ως διά μαγείας να επιστρέψει στην κατάσταση του σχολιαρόπαιδου. Στον «Υπερ-Ατλαντικό» (1953) τα βάσανα του σαρκαστικού Βίτολντ στο Μπουένος Αϊρες λειτουργούν ως βολές ενάντια στον πατριωτισμό, την τρέχουσα ηθική και τις οικογενειακές αξίες. Στην «Πορνογραφία» (1960), μια παρωδία με στοιχεία πολιτικού θρίλερ και ποιμενικού ειδυλλίου, τα πυρά εξαπολύονται ενάντια στον καθολικισμό και στη βαμπιρική τάση της ωριμότητας να καταβροχθίσει τη νεότητα.

Το τελευταίο χτύπημα

Εντονη συγκρουσιακή διάθεση υπάρχει και στον «Κόσμο» (1965), στο ύστατο μυθιστόρημα του Γκομπρόβιτς: οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές Βίτολντ και Φουξ συναντιούνται τυχαία στην εξοχή, ενώνουν τις δυνάμεις τους επειδή τους συνδέει η ανία και η παθολογική περιέργεια, περνούν τις διακοπές τους σε μια θλιβερή οικογενειακή πανσιόν και κατόπιν αναζητούν τον υπεύθυνο μιας σειράς απωθητικών τελετουργικών πράξεων. Ωστόσο, δεν λύνεται οποιοδήποτε αίνιγμα. Ο Βίτολντ και ο Φουξ γνωρίζουν τέσσερα αντρόγυνα, λαμβάνουν γερές δόσεις παραληρήματος, αντιλαμβάνονται ότι κάθε ζεύγος επί της Γης στηρίζεται σε σαθρές βάσεις και διαπιστώνουν ότι η αυτοκτονία δεν είναι διόλου αδικαιολόγητη επιλογή. Ο «Κόσμος» είναι ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό έργο ενός συγγραφέα που δύσκολα μπορεί να καταταχτεί σε κάποια σχολή. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα τα άτομα μετατρέπονται σε ανδρείκελα, σωσίες, δείγματα. Ο ένας άνθρωπος επιδρά πάνω στον άλλο μόνο μειωτικά και εξευτελιστικά. Τα εκφραστικά μέσα, πάντως, δείχνουν απειθάρχητα και θα προβληματίσουν αρκετούς αναγνώστες. Με μακριές προτάσεις όλο παύλες και αποσιωπητικά. Με αιφνίδιες διακοπές της ροής. Με λογοπαίγνια που επιτείνουν την αίσθηση κρυπτικότητας και παραλογισμού.