Ηταν η σκιά της «Σκιάς του Θεού επί γης», και ήταν Ελληνας. Ενας γιος ψαρά από την Πάργα που έγινε ο ευνοούμενος του πεφωτισμένου Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και κατέκτησε μια σημαντική θέση στην τουρκική διπλωματική ιστορία. Υπήρξε ο πρώτος βεζίρης με καταγωγή από τα λαϊκά στρώματα και κινούσε τα νήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί δεκατρία χρόνια, όταν αυτή έφτασε στο απόγειό της κατά τον 16ο αιώνα. Τον έλεγαν Ιμπραήμ πασά και συνομιλούσαν μαζί του οι ισχυρότεροι ευρωπαίοι ηγεμόνες, ζητώντας την εύνοια της Υψηλής Πύλης: ο Κάρολος Ε’ της Ισπανίας – ηγέτης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Φερδινάνδος της Αυστρίας, ο Φραγκίσκος Α’ της Γαλλίας, η ενετική Σινιορία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Ομως στο ζενίθ της δόξας του, το 1536, βρέθηκε στραγγαλισμένος ύστερα από ένα δείπνο στο σεράι με τον αφέντη και φίλο του. Ηταν 42 χρονών.

Η ιστορία του μεγάλου βεζίρη Ιμπραήμ καθρεφτίζει το πέρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα μονοπάτια της βαρβαρότητας στον λαβύρινθο της ευρωπαϊκής πολιτικής, ταυτόχρονα όμως είναι και ένα σχόλιο για την απολυταρχική εξουσία. Την αφηγείται με εντυπωσιακή γλαφυρότητα η Εστερ Ντόναλντσον Τζένκινς (1869-1941) στην μονογραφία «Ο Ελληνας Βεζίρης» (εκδ. Αιώρα, μτφ. Θεοδώρα Πασαχίδου, εισαγ. Γιάννης Ξανθούλης). Καταξιωμένη ιστορικός, ανέδειξε στις αρχές του 20ού αιώνα τον άγνωστο κόσμο των Βαλκανίων. Και παρακολούθησε από κοντά την άνοδο των Νεότουρκων, καθώς από το 1900 ώς το 1909 δίδασκε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων της Ισταμπούλ. Η μελέτη της εκδόθηκε το 1911, σε μια εποχή που η νέα Τουρκία εισέβαλλε στις διεθνείς εξελίξεις, και υπογράμμισε το μεγαλείο και την παθογένεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όταν και εκείνη πρωταγωνιστούσε στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Η Τζένκινς βασίστηκε σε μαρτυρίες Οθωμανών και αναφορές ενετών ή άλλων ευρωπαίων πρέσβεων, σε επίσημα έγγραφα και διπλωματική αλληλογραφία της εποχής, χωρίς η προσέγγισή της να είναι «οριενταλιστική». Ζωντανεύει όχι μονάχα την προσωπικότητα του Ιμπραήμ αλλά και την εποχή του, τη δομή, τα ήθη και τη νοοτροπία της αυτοκρατορίας, την ευνοιοκρατία και την αβεβαιότητα που κυριαρχούσαν στην αυλή του Πατισάχ, τη λαμπρότητα των εορτών, τις μηχανορραφίες των αξιωματούχων, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που έφθασαν μέχρι την πολιορκία της Βιέννης (1529) και την κατάκτηση της Βαγδάτης (1534).

Το βιβλίο αυτό με άλλα λόγια ζωντανεύει μια σημαντική φέτα Ιστορίας και μέσα από αυτήν αναδύεται η εξέχουσα μορφή του βεζίρη Ιμπραήμ. Επαινώντας τον για τις επιτυχίες του στην εκστρατεία της Ουγγαρίας (1526), ο Σουλεϊμάν, ο επονομαζόμενος «Σκιά του Θεού», τον αποκαλεί «λεοπάρδαλη της δύναμης και της γενναιότητας», «λιοντάρι της αποκατάστασης της κυριαρχίας», «πρωταθλητή της πίστης». Ομως δέκα χρόνια αργότερα, όταν η έπαρση του Ιμπραήμ θα έχει γίνει ενοχλητική και οι ικανότητές του θα φανούν απειλητικές, ο Σουλτάνος θα ακούσει τους καλοθελητές, που θα κατηγορήσουν τον ευνοούμενό του ότι εξαγοράστηκε από το αυστριακό και το περσικό χρυσάφι. Και θα τον εξαφανίσει.

Οι δυο τους ήταν συνομήλικοι και γνωρίζονταν από τα 14 τους. Το ελληνόπουλο είχε απαχθεί από κουρσάρους όταν η Πάργα ανήκε στη Βενετία, είχε πουληθεί σκλάβος σε μια χήρα στη μικρασιατική επαρχία της Μαγνησίας και εκεί γνώρισε τον τούρκο διάδοχο (τότε) του θρόνου, ο οποίος τον πήρε ως ακόλουθό του. Ο νεαρός σκλάβος έπαιζε βιολί, διάβαζε ελληνικά, τουρκικά, περσικά, ιταλικά, ήταν όμορφος και έξυπνος, εξισλαμίστηκε και έγινε ευνούχος, οπότε κατάφερε να ξεχωρίσει στο σεράι με το όνομα Ιμπραήμ. Ο Σουλεϊμάν εκτίμησε τις ικανότητές του, άρχισε να κάνει παρέα μαζί του, τον όρισε αρχιτελετάρχη (χας ονταμπασί), έπειτα διοικητή (μπεηλέρμπεη) της Ρούμελης, μεγάλο βεζίρη και στρατιωτικό διοικητή (σερασκέρη) των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Και τον πάντρεψε με την αδελφή του! Η αναρρίχησή του στην οθωμανική ιεραρχία ήταν αστραπιαία. Στα κουτσομπολιά τον αποκαλούσαν «Ιμπραήμ ο Μεγαλοπρεπής»!