Σπανός, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής είναι τα ονόματα που καθορίζουν το τραγούδι της δεκαετίας του ’70. Για το πλατύ κοινό όμως ο Σπανός είναι μια καθημερινότητα, μια φυσική συνέχεια από την προηγούμενη δεκαετία – τη δεκαετία του Νέου Κύματος και των μπουάτ.

Ο Σπανός το 1970 γράφει τα πάντα: από ελαφρολαϊκά και ποπ μπαλάντες έως ορχηστρικά θέματα για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Είναι ο εκπρόσωπος της μη πολιτικοποιημένης μέινστριμ παραγωγής, το όνομα που παίζει το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, που αγαπούν τα φεστιβάλ τραγουδιού, που πουλάνε τα δισκάδικα – κατά χιλιάδες.

Το «Η Μοσχολιού τραγουδάει Σπανό» (Minos, 1977), σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Γιάννη Καλαμίτση, Κυριάκου Ντούμου και Μ. Μπουρμπούλη, ήταν ένας δίσκος που βγήκε στο πλαίσιο του συμβολαίου που είχε με την εταιρεία.

Αλλωστε ο Σπανός ουδέποτε διεκδίκησε μετάλλια πρωτοπορίας, ούτε τον ενδιέφερε να έχει το τραγούδι του το πολιτικό «άρωμα» της μεταπολιτευτικής περιόδου. «Εναν δίσκο έκανα, έναν ακόμη στο πλαίσιο του συμβολαίου μου», θυμάται σήμερα.

Η Μοσχολιού ήταν στην κορυφή της καριέρας της εκείνα τα χρόνια. Είχε συνεργαστεί ξανά με τον συνθέτη στο άλμπουμ «Μια Κυριακή» και στο τραγούδι «Σαββατόβραδο» σε στίχους Παπαδόπουλου το 1970, αλλά πρώτη φορά θα έκανε ολοκληρωμένο δίσκο μαζί του. Στα χέρια της είχε κομμάτια όπως «Ανθρωποι μονάχοι», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Η ξένη πόλη», «Σε ένα εξπρές», «Είπα κι εγώ» και φυσικά το κορυφαίο (κατά τη γνώμη μας ) «Κάτω απ’ τη μαρκίζα» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου. Ενας δίσκος που θα άφηνε εποχή, ένα τραγούδι που συμπυκνώνει μέσα σε ελάχιστες γραμμές την ιστορία ενός χωρισμού που πάντα θα πονάει…

«Οταν ολοκληρώθηκε η «Μαρκίζα» και το άκουσα, κατάλαβα ότι είχα γράψει κάτι ξεχωριστό. Οτι θα έκανε επιτυχία», θυμάται σήμερα ο Μάνος Ελευθερίου. «Αλλά μέχρι εκεί. Το ότι θα ακούγεται μέχρι σήμερα και ότι θα συγκινούσε και τη νέα γενιά, ούτε μου περνούσε απ’ το μυαλό».

Βιωμένος, καλά συνειδητοποιημένος ο πόνος ενός χωρισμού. Η παραδοχή της απώλειας. Η ήσυχη θλίψη. Ο στιχουργός «κέντησε». Κατέθεσε ψυχή. Είχε άραγε ζήσει μια ανάλογη ιστορία ο Μάνος Ελευθερίου;

«Κατ’ αρχήν να σας πω ότι ο στίχος γράφτηκε σε δύο φάσεις. Και αυτό γιατί μου είχε στείλει τη μουσική ο Γιάννης και είχα γράψει το πρώτο μέρος («Ο,τι από σένα τώρα έχει μείνει» μέχρι το «σε λάθος στάση θα κατεβείς») θεωρώντας ότι ήταν αρκετό. Μου το έστειλε όμως πίσω και μου είπε να το συμπληρώσω γιατί ήταν μικρό».

«Εκείνη την εποχή διάβαζα ένα μυθιστόρημα ενός λογοτέχνη που έχει πεθάνει, του Γιάγκου Πιερίδη. Η ιστορία ήταν πολύ συγκινητική. Αφορούσε ένα ζευγάρι που είχε χωρίσει και έπειτα από χρόνια συναντήθηκαν μια βροχερή μέρα κάτω από μια μαρκίζα και σχεδόν δεν θυμούνταν ο ένας τον άλλο. Εν τω μεταξύ είχα κι εγώ μια εμπειρία με βροχή και μαρκίζα. Μια απλή, καθημερινή στιγμή, που όμως μου είχε μείνει. Βροχή στην Αθήνα κι εγώ στην Πανεπιστημίου βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, τρέχω κάτω από τη μαρκίζα του ξενοδοχείου Μετρόπολις, γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη, και κοιτάζω τη βροχή. Αυτό ήταν. Η ανάμνηση της σκηνής της βροχής συνδέθηκε με τη σκηνή του βιβλίου κι ένα απόγευμα που είχα πιει λίγο παραπάνω – για να μην πω ότι ήμουν εντελώς μεθυσμένος – κάθησα και έγραψα… Θυμάμαι και τη Μοσχολιού να το λέει στο στούντιο. Εκλεινε τα μάτια και τραγουδούσε, ταξίδευε… Οταν τα άνοιγε μας κοιτούσε με αγωνία, να δει αν τα λέει καλά, κι εμείς με τον Σπανό τής κάναμε νόημα με τον αντίχειρα ότι τα πήγαινε τέλεια… Τι φωνή είχε αυτή η γυναίκα! Νιώθω πολύ τυχερός που είπε τραγούδια μου».