«Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα. Περάστε να σας περιποιηθούμε».
Στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Καλώς ήρθε το δολάριο» (που γυρίστηκε το 1967 και στηριζόταν σε ένα παλαιότερο θεατρικό έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου), ένας ντροπαλός και καθ’ όλα αξιοπρεπής λογιστής και καθηγητής αγγλικών, ο Φίλιππος Αγγελούτσος (τον υποδύεται ο Γιώργος Κωνσταντίνου), θα δεχθεί μια επαγγελματική πρόταση που θα βάλει τον μικροαστισμό του σε μεγάλα ηθικά διλήμματα. Η «μαντάμ» Φούλη (Αννα Καλουτά) του προτείνει να κάνει μερικά ταχύρρυθμα μαθήματα αγγλικών στα κορίτσια που εργάζονται γι’ αυτήν στο μπαρ Blue Black της Τρούμπας, το οποίο διευθύνει. Εχει ανακοινωθεί ότι έρχεται ακόμα μία φορά ο στόλος – και η επιχείρηση πρέπει να έχει εκσυγχρονιστεί… Ο συντηρητικός καθηγητής μαθαίνει ότι για να πιάσει τόπο το μάθημά του, δεν έχει νόημα τα κορίτσια να μάθουν εκφράσεις όπως «ο κήπος είναι ανθηρός»…
Υπήρχε μια παλιά εποχή, που και στον ελληνικό κινηματογράφο τα σενάρια τα έδινε η ζωή. Και η ζωή στον Πειραιά έκανε κύκλους. Στην κυκλική επανάληψή της, κάποια στιγμή έπρεπε να χωρέσει η επίσκεψη καραβιών του Εκτου Στόλου του Αμερικανικού Ναυτικού, που συχνά περιπολούσε στη Μεσόγειο. Ανάμεσα στα πλοία αυτά, κατέπλευσε για πρώτη φορά στο λιμάνι, στις 11 Μαρτίου 1963, και το καμάρι αυτού του Στόλου, το αεροπλανοφόρο Εντερπράιζ. Ηταν η αρχή.
Η οικονομία του στόλου. Κάθε επίσκεψη αμερικανικής νηοπομπής στον Φαληρικό Ορμο ανέκαθεν χαιρετιζόταν ως αφορμή για τόνωση της τοπικής οικονομίας. Ο,τι ο κινηματογράφος ανέδειξε με την αθωότητά του, πάντως, στη ζωή ήταν κρυφό, απαγορευμένο. Η αλήθεια είναι ότι για πολλά χρόνια στον Πειραιά ανθούσε η Τρούμπα, η οικονομία της οποίας ήταν συνυφασμένη με την προσφορά ερωτικών υπηρεσιών – και οι καλύτεροι πελάτες ήταν οι αμερικανοί ναύτες του Εκτου Στόλου. Η επίσκεψη πλοίων, όπως το «Εντερπράιζ», στον Φαληρικό Ορμο θεωρούνταν μείζων ευκαιρία.
Η Τρούμπα είναι συγκεκριμένη περιοχή στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, μεταξύ του Αγίου Σπυρίδωνα και του Αγίου Νικολάου – στην πλατεία του οποίου, κατ’ έθιμον, γίνονται αντιαμερικανικές διαδηλώσεις κάθε που πιάνει καράβι. Η καρδιά της περιοχής ήταν η οδός Νοταρά, όπου λειτουργούσαν οίκοι ανοχής, και η οδός Φίλωνος, ο παράδεισος των νυκτερινών μαγαζιών, μπαρ και καμπαρέ. Η Τρούμπα πήρε τον χαρακτήρα της στη διάρκεια της Κατοχής, ήταν ο αγαπημένος τόπος των γερμανών αξιωματικών του στρατού κατοχής. Ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε μέχρι τη χούντα, την εποχή της δημαρχίας Σκυλίτση, ο οποίος απομάκρυνε τα πορνεία για να «καθαρίσει» την πόλη, σε μια πράξη που αποκλήθηκε «βίαιος εξευγενισμός». Μεταπολεμικά, στην Τρούμπα εργάζονταν περί τις 500 μόνιμες πόρνες. Οταν όμως ερχόταν αμερικανικό πλοίο, ο πληθυσμός όσων εργάζονταν στις υπηρεσίες του έρωτα τετραπλασιαζόταν – στον Πειραιά συνέρρεαν ακόμα περί τις 1.500 περιστασιακές όχι μόνο από την Αθήνα αλλά και από πολλές πόλεις της επαρχίας.
Σύμφωνα με μαρτυρίες προσώπων που έχουν ζήσει εκείνα τα χρόνια στην περιοχή, υπήρχε δίκτυο από μπράβους στόχος των οποίων ήταν να προσεγγίσουν τους ναύτες την ώρα της εξόδου και να τους πείσουν να τους ακολουθήσουν στα κέντρα της Τρούμπας. Στόχος ήταν να μην ξεφύγει ούτε ένας για την Αθήνα. Τη δεκαετία του 1960, όταν η ισοτιμία δραχμής – δολαρίου ήταν περίπου 1 προς 30 (30 δραχμές το δολάριο, δηλαδή), μια επ’ αμοιβή συνεύρεση κόστιζε περί τις 55 έως 60 δραχμές, δηλαδή δύο δολάρια. Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής, ήταν σύνηθες για μια «επαγγελματία» του έρωτα σε δύο ημέρες να κερδίζει ακόμα και 3.000 δραχμές, χωρίς τα φιλοδωρήματα – ποσό που ισοδυναμούσε με δύο μέσους μηνιαίους μισθούς υπαλλήλου. Αυτή η πτυχή της καθημερινότητας στο λιμάνι, εκείνα τα χρόνια, δεν έβλεπε τη δημοσιότητα. Ρητορείες όπως αυτή του τέως δημάρχου Παναγιώτη Φασούλα ότι «ο Πειραιάς δεν ξεχνά τον ρυθμιστικό και αναπτυξιακό ρόλο του Στόλου κατά το παρελθόν, πράγμα που μας γεννά ευγνωμοσύνη για τους άρρηκτους δεσμούς των δύο πλευρών», από λόγο που είχε εκφωνηθεί σε πρόσφατη υποδοχή πλοίων του Εκτου Στόλου, καλύπτουν πίσω από τη γενικότητά τους τη ζέουσα πραγματικότητα. Αν δεν διαμεσολαβούσε ο κινηματογράφος, μάλιστα ως μυθολογικός μηχανισμός, περιοχές όπως η Τρούμπα και επαγγέλματα όπως η πορνεία θα ήταν προνομιακό πεδίο κυρίως ερασιτεχνών λαογράφων, όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος ή ο Βασίλης Πισιμίσης.
Οι εφημερίδες εκείνης της εποχής, πάντως, υποδέχθηκαν με έκδηλο τον εντυπωσιασμό τους το αεροπλανοφόρο. «ΤΑ ΝΕΑ» της 11ης Μαρτίου 1963 παρέθεταν, μεταξύ των άλλων, τα εντυπωσιακά αριθμητικά στοιχεία του πλοίου (πλήρωμα, ταχύτητα, δυνατότητες της μηχανής, όπλα κ.λπ.), ενώ δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για την έλλειψη αποθηκών. «Εάν προέκυπτεν ανάγκη», έγραφε η εφημερίδα, «το Εντερπράιζ θα ημπορούσε να ελίσσεται επί έτη εις τους ωκεανούς διά να αποφεύγη τα πυρηνικά βλήματα χωρίς να ανεφοδιασθή εις καύσιμα. Η απεριόριστος ακτίς δράσεώς του είναι το μεγάλο πλεονέκτημά του. Δεν χρειάζονται αποθήκες ή δεξαμενές δι’ ορυκτά καύσιμα και συνεπώς ο χώρος, ο οποίος διατίθεται δι’ αυτάς εις τα συνήθη πλοία είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή διά κάτι άλλο».
Από τη δική του πλευρά, το «ΒΗΜΑ» φιλοξένησε μεταφρασμένο ένα ανάγνωσμα του δημοσιογράφου Ναθάνιελ Κένεϊ, ο οποίος είχε ταξιδέψει με το αεροπλανοφόρο για να παρακολουθήσει πολεμικές ασκήσεις στην είσοδο της Μεσογείου. Ο δημοσιογράφος περιγράφει μια μέρα με φοβερή θαλασσοταραχή, που δεν διατάρασσε την ευστάθεια του «Εντερπράιζ». «Ηταν πραγματικά μεγάλη φουρτούνα. Εκκύταζα προς το άκρον του καταστρώματος και την αφρισμένην θάλασσαν. Ενας πιλότος αεριωθουμένου με επλησίασε. “Θαυμάσια!” εφώναξε. “Με τέτοιο άνεμο θα μπορούσα να απογειωθώ χωρίς καταπέλτη”. “Θα πετούσες με τέτοια φουρτούνα;” ερώτησα δύσπιστα. Εκούνησε το κεφάλι του καταφατικά. “Και μέρα και νύχτα. Να απογειωθώ, να κάμω τη δουλειά μου και να επιστρέψω στο πλοίο”. Εσιώπησα και κατάλαβα διά ποίον λόγον η χώρα μας εδαπάνησε διά την ναυπήγησιν του «Εντερπράιζ» μισό περίπου δισεκατομμύριο δολλάρια, δηλ. ένα ποσόν με το οποίον θα ήτο δυνατόν να κτισθούν 26.000 άνετα αμερικανικά σπίτια ή να σπουδάσουν 68.000 νέοι στο πανεπιστήμιο…».
Ο θαυμασμός που εκφραζόταν είναι ευνόητος, ακόμα και σήμερα. Ηταν το πρώτο αεροπλανοφόρο που κινούνταν με πυρηνική ενέργεια και το μεγαλύτερο σε μήκος πολεμικό πλοίο που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Εντάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό στις 25 Νοεμβρίου 1961. Στις 12 Ιανουαρίου 1962 έκανε το πρώτο ταξίδι του. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς διέπλευσε πρώτη φορά τη Μεσόγειο, πριν ελλιμενισθεί στο Νόρφολκ της Νορβηγίας περιμένοντας μια πολεμική αποστολή αντάξια των «προσόντων» του. Η αποστολή εκείνη ήρθε πολύ γρήγορα, τον Οκτώβριο του 1962. Οι πληροφορίες της αμερικανικής αντικατασκοπίας έκαναν λόγο για κατασκευή πυρηνικών όπλων από την ΕΣΣΔ στην Κούβα. Ο πρόεδρος Τζον Κένεντι έδωσε εντολή στο πλήρωμα του «Εντερπράιζ» να μεταβεί ανοιχτά της Κούβας, όπου ήδη είχαν σπεύσει και άλλα πολεμικά πλοία. Στις 24 Οκτωβρίου 1962, το πλήρωμα τέθηκε σε επιφυλακή, έτοιμο για πολεμική δράση – με αίτημα την παύση κατασκευής επιθετικών όπλων στο νησί. Η κατάσταση οξύνθηκε και μόλις την τελευταία στιγμή, στις 28 Οκτωβρίου ανέλαβε η διπλωματία για να αποφευχθεί η πυρηνική σύγκρουση.
Ρέκβιεμ. Οταν λοιπόν το «Εντερπράιζ» κατέπλευσε για πρώτη φορά στον Πειραιά, το πλήρωμά του είχε βαπτισθεί στο επιχειρησιακό πεδίο. Από τότε πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια.
Το ίδιο πλοίο κατέπλευσε και την περασμένη Τετάρτη, για τελευταία φορά, αφού στα τέλη του χρόνου είναι προγραμματισμένη η απόσυρσή του. Και η υποδοχή του έγινε περίπου με τις ίδιες αντιδράσεις. Η έξοδος του πληρώματος σημαίνει την τόνωση της τοπικής οικονομίας – και, όπως πάντα, η ΕΕΔΥΕ (η οργάνωση για την ειρήνη που στηρίζεται από το ΚΚΕ) έκανε στην Πλατεία Αγίου Νικολάου τη συνήθη, αν και ξεθυμασμένη ως προς τη μαζικότητα και το πάθος, αντιαμερικανική διαδήλωση.