Στη γωνία των οδών Νίκης και Μητροπόλεως ένας ρακοσυλλέκτης ψάχνει μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών, φωτίζοντας το περιεχόμενο με έναν φακό στο στόμα. Είναι τόσο επιτακτική, τόσο γυμνή, η ανάγκη του να βρει οπωσδήποτε κάτι να φάει ώστε χρειάζεται να έχει ελεύθερα και τα δυο του χέρια για να μην του ξεφύγει τίποτα…

Αυτή η ακραία εικόνα έδωσε τον τίτλο στο καινούργιο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Φακός στο στόμα» (εκδ. Πόλις), ένα σπαρακτικό χρονικό για την Αθήνα που απλώνεται πέρα από τα τουριστικά αξιοθέατα, πέρα από τις χαζοχαρούμενες διαφημίσεις, πέρα από τις κορόνες για το αθάνατο μεγαλείο των απογόνων του Περικλή οι οποίοι την κατοικούν. Είναι μια Αθήνα που έχει γεμίσει με έμψυχα απορρίμματα, με ζωντανούς-νεκρούς που κοιτούν τρομαγμένοι, «φαντάσματα με ακίνητο βλέμμα» που εμείς τα προσπερνάμε σιωπηλοί και ανέκφραστοι, αποστρέφοντας το πρόσωπό μας. Κι όμως η παρουσία τους στην πόλη δηλώνει ότι κάτι τρομερό έχει γίνει… Κάτι που γέννησε άστεγους, ρακοσυλλέκτες, καροτσάκηδες, πρεζάκια, οικογένειες που μένουν σε εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα – «ανθρώπους που ζουν εκτεθειμένοι στον δρόμο αποδεχόμενοι την εγγύτητα του θανάτου».

Ο 43χρονος συγγραφέας περιπλανήθηκε διακριτικά ανάμεσά τους τον περασμένο Δεκέμβριο και τους φωτογράφισε, κάνοντας πολλές φορές μια διαδρομή 6,4 χλμ. με ορμητήριο την περιοχή του Νέου Κόσμου όπου κατοικεί. Ετσι γεννήθηκε ακαριαία αυτό το ρεαλιστικό-ποιητικό-ανθρωπολογικό-στοχαστικό χρονικό με τις 20 εικόνες, που σκύβει με σεβασμό και ανησυχία πάνω από τα ανθρώπινα ερείπια της Αθήνας, με τρόπο που… μακάρι να το διάβαζε ο δήμαρχος Γιώργος Καμίνης!

Το ατού του Χρυσόπουλου είναι ο άστεγος Α. Ενας 53άρης πρώην υδραυλικός, μόνος, άνεργος, ανασφάλιστος, που εδώ κι έναν χρόνο ζει (;) στα παγκάκια ή στις στοές με ένα επίδομα 260 ευρώ. Ο συγγραφέας-διαβάτης τον συναντά στο αμαξοστάσιο των λεωφορείων και τον καθιστά κεντρικό χαρακτήρα της εξιστόρησής του. Μέσα από αυτόν συνειδητοποιούμε ότι αν η ζωή γύρω μας ήταν διαφορετική, οι άστεγοι που δεν έχουν περάσει το όριο της εξαθλίωσης θα μπορούσαν να σωθούν. Ομως όχι. Ο Α. για παράδειγμα, μυρίζει τόσο απωθητικά επειδή δεν έχει τρόπο να πλυθεί, ώστε είναι αδύνατον και να βρει οποιαδήποτε δουλειά του ποδαριού. «Οταν πέσεις έξω είναι δύσκολο να ξανασηκωθείς. Δεν μπορείς να βγεις από το πεζοδρόμιο», εξηγεί. Κι ο Χρυσόπουλος παρατηρεί πως οι δυσκολίες της επιβίωσης στην Αθήνα είναι τέτοιες που «δημιουργούν την αναγκαιότητα κάποιας μορφής βίας» – ή έστω σκληρότητας. Οι άστεγοι ασκούνται στο να μη σιχαίνονται, να μη φοβούνται, να μην επιζητούν την ανθρώπινη επαφή, να περνούν απαρατήρητοι. Οσο περισσότερο εξαθλιώνονται όμως, τόσο εγκαταλείπουν τον εαυτό τους. Και τότε μπορεί να δει κανείς εικόνες σαν αυτές που συλλαμβάνει ο φακός του συγγραφέα όταν κάποιος αφοδεύει μπροστά του. «Η πόλη μας μοιάζει να έχει γυρίσει το-μέσα-έξω», σχολιάζει. «Οσα προορίζονταν κάποτε για τον προστατευμένο από το δημόσιο βλέμμα χώρο, τώρα πλέον ξεχύνονται με απελπισία ολόγυρά μας». Τελικά, το βιβλίο του Χρυσόπουλου μας πείθει ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις πόλεις και όχι οι πόλεις τούς ανθρώπους. Το ζητούμενο λοιπόν, λέει, είναι να αλλάξουμε στάση και να αποδομήσουμε την «ξενοφοβική, καθηλωτική και ρατσιστική» προσέγγισή μας που οδηγεί στη βία. Διότι όσο μια πόλη κατοικείται από φαντάσματα, δεν θα είναι παρά μια Κόλαση.