«Είναι εύκολο να φαίνεσαι έντιμος, ευτυχισμένος, ηθικός, όταν δεν ανακατεύεσαι με τίποτε». Απ’ την άλλη όμως, «αν μπλέξεις, κινδυνεύεις να γίνεις ένας άνθρωπος χωρίς ηθική». Τι να κάνεις λοιπόν όταν οι καιροί αλλάζουν και η χώρα σου μπαίνει σε καινούργια τροχιά; Και κυρίως, πώς να βρεθείς καβάλα στο κύμα διασφαλίζοντας τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες και προπαντός την ελευθερία του πνεύματος;

Ο Ορχάν Παμούκ είναι 26 χρονών όταν συζητά αυτό το ερώτημα στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Τζεβντέτ Μπέη και οι γιοι του», όπου μέσα από τη σάγκα μιας ανερχόμενης μεσοαστικής οικογένειας της Ιστανμπούλ παρακολουθεί την ακανθώδη πορεία διαμόρφωσης της σύγχρονης Τουρκίας από το 1905 έως τα μέσα του ’70. Γραμμένο μεταξύ 1974-1978, το βιβλίο αυτό, που πρωτοκυκλοφορεί σε λίγες μέρες στα ελληνικά (Εκδ. Ωκεανίδα, μτφ. Στέλλα Βρεττού), σκαλίζει ένα ζήτημα που επανέρχεται στα Βαλκάνια και στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, γι’ αυτό είναι επίκαιρο (τηρουμένων των αναλογιών) και για τη σημερινή Ελλάδα. Μιλά για το τίμημα της ανάπτυξης και τις νοοτροπίες που καθορίζουν εντέλει την κατεύθυνση των αλλαγών σε μια χώρα. Ο Παμούκ αναφέρεται έμμεσα στην οικογένειά του και άμεσα στην ελίτ των επιχειρηματιών, των πολιτικών και των διανοούμενων που κλήθηκαν να γίνουν η αιχμή του δόρατος των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων.

Ο αναγνώστης θα μπορέσει λοιπόν να δει εδώ, από μέσα και από κάτω, τις συγκρούσεις των αντιλήψεων, τις ψυχικές αμφιταλαντεύσεις, τις αγκυλώσεις, τις εμμονές, τις αντιστάσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και κέντρων εξουσίας, που εξηγούν και την όχι πολύ ομαλή πολιτική πορεία της Τουρκίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Ιστανμπούλ, στην Αγκυρα ή στην Ανατολία (Ερζιτζάν), και εστιάζει σε τρεις κομβικές περιόδους: Πρώτα στο 1905 όταν παρακμάζει το σουλτανάτο και μπαίνει επιτακτικά το αίτημα ανοίγματος της Ανατολής στην Ευρώπη (αλλά ποια Ευρώπη;). Επειτα στο 1936-39 όταν η νεαρή δημοκρατία προσπαθεί να εδραιωθεί αλλά ευνουχίζεται τόσο από την νέα αντίληψη του κρατισμού όσο και από τον παραδοσιακό δεσποτισμό και τη βαρβαρότητα της βαθιάς Τουρκίας. Τέλος στο 1970-74 όταν επί Ντεμιρέλ φουντώνει το νεανικό κίνημα αμφισβήτησης του φιλελεύθερου πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου. (Ο νεαρός Παμούκ δεν μιλά για τον τουρκικό Μάη που πνίγηκε στο αίμα το 1977).

Ο γενάρχης της οικογένειας, ο Τζεβντέτ μπέη, είναι ένας ανοιχτόμυαλος μουσουλμάνος από την επαρχία, που πιστεύει σε μια πρόοδο χωρίς ανατροπές όπου το καινούργιο θα ενσωματώσει το παλιό. Ετσι θα πλουτίσει διεισδύοντας με ορμή στον τομέα του εμπορίου όπου κυριαρχούν Ρωμιοί, Αρμένηδες και Εβραίοι, θα μάθει γαλλικά, θα φορέσει κοστούμι και φέσι, θα παντρευτεί μια κόρη πασά, θα αλλάξει γειτονιά, αλλά δεν θα μπει στο κίνημα των Νεότουρκων όπως ο ιδεολόγος και αυτοκαταστροφικός αδελφός του. Οι γιοι του και η κόρη του θα μεγαλώσουν α λα φράγκα, με ευρωπαϊκή παιδεία και υπαρξιακές ανησυχίες, έχοντας συνείδηση ότι «είτε θα αλλάξουν τον κόσμο είτε θα μείνουν απέξω». Αλλά ο μεν πρωτότοκος θα γίνει φορέας του συντηρητικού πνεύματος της μεταπρατικής μπουρζουαζίας, ο δε δευτερότοκος – που έχει πολλά στοιχεία του πατέρα Παμούκ – θα γίνει φορέας ενός προοδευτικού πνεύματος που όμως δεν θα μπορέσει να βρει την κατάλληλη διέξοδο. Ο Παμούκ συμπαθεί αυτόν τον αιθεροβάμονα χαρακτήρα, τον Ρεφίκ, που προσπαθεί (και αποτυγχάνει) να διαφωτίσει τις λαϊκές μάζες. Η τρίτη γενιά των φορέων αλλαγής στην Τουρκία είναι η γενιά του συγγραφέα, ο οποίος δανείζει πολλά χαρακτηριστικά του στον εγγονό του Τζεβντέτ, τον Αχμέτ, που θέλει να γίνει ζωγράφος. Αυτός αναζητά το νόημα της τέχνης και δηλώνει ανεξάρτητος σοσιαλιστής.