«Eναι λοιπόν, μάς άρεσε να τη χτυπάμε και να της κάνουμε διάφορα. Δεν μας διασκέδαζε πια μόνο να την παίρνουμε. Θέλαμε να κάνουμε κάτι πιο συνταρακτικό».

Μιλάνε από μέσα τους δυο έφηβοι για τη δύσμορφη, χοντρή και καθυστερημένη ξαδελφούλα τους. Η χωρισμένη θεία τούς την αφήνει να τη φυλάνε, όταν βγαίνει να ξεσκάσει με έναν επίδοξο γκόμενο. Μαζί και οι γονείς τους. Τα αγόρια όμως βαριούνται θανάσιμα το αλλόκοτο κορίτσι που είναι κλεισμένο στον κόσμο του κι ούτε καν μιλάει. Ωσπου ανακαλύπτουν ότι πάνω του μπορούν να ξεπαρθενευτούν και να δοκιμάσουν τα ερωτικά τους ένστικτα, κάτι που ευχαριστεί και το κορίτσι. Αλλά τα παιχνίδια τους γίνονται όλο και πιο βίαια, το κορίτσι ουρλιάζει, προσπαθούν να το κάνουν να σωπάσει διότι επιστρέφουν οι γονείς, το χτυπούν με ένα ξύλο και… τού διαλύουν το κεφάλι. Ο πατέρας καταφθάνει, καταλαβαίνει, κι αυτόματα ετοιμάζει τη γραμμή άμυνας τόσο απέναντι στην κουνιάδα του όσο και απέναντι στην αστυνομία. Στο τέλος θα πιστέψει το ίδιο του το ψέμα: «Ξέρω ότι αυτά το έκαναν, πάνω στο παιχνίδι. Δεν θα ήταν ικανά να το κάνουν από κακία. Τα κακόμοιρα είναι πολύ τρομαγμένα».

Ο αναγνώστης έχει χάσει την ανάσα του. Του έρχεται ναυτία σαν να έχει φάει γροθιά στο στομάχι. Ή σαν να έχει δει καπάκι τις ταινίες «Αmores perros», «21 Γραμμάρια», «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» πίσω από τις οποίες κρύβεται ο Μεξικανός Γκιγιέρμο Αριάγα. Ο 52χρονος σήμερα συγγραφέας και σεναριογράφος έγραψε και τούτη την ιστορία, κι άλλα δεκατρία τέτοια διηγήματαγροθιές στο στομάχι που τα συγκέντρωσε στη συλλογή Ρετόρνο 201(εκδ. Πάπυρος). Τα μετέφρασαν μεταπτυχιακές φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ξ. Κακάκη, Ι. Καραγιάννη, Μ.-Β. Μπούγαλη, Μ. Πάρσαλη, Ε. Στάθη), με δάσκαλο και επιμελητή τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Θαυμάσια δουλειά που αποδίδει τον λαχανιαστό ρυθμό των διαλόγων και τον αντισυναισθηματικό τόνο της αφήγησης.

Το υλικό του Αριάγα είναι άνθρωποι παγιδευμένοι στη βία, στο μίσος, στην οργή, στη ζήλεια, στο ψέμα, στον κυνισμό, στο τυφλό σεξ, στην εξάρτηση, στην αυτοκαταστροφή, στους κοινωνικούς μύθους και στις προκαταλήψεις, στην εκρηκτική εφηβεία. Κι όμως μέσα στην τόση αγριάδατην αδιέξοδη αγριάδα- οι πιο τρυφερές ψυχές είναι οι αντρικές. Οι άντρες του Αριάγα κλαίνε με λυγμούς, ουρλιάζουν από θλίψη, καταρρέουν από παράπονο. Οπως ο άγνωστος γιγαντόσωμος πρώην καπετάνιος που έχασε την κορούλα του μέσα στη λασποπλημμύρα, και τώρα λειώνει στο πιοτό, σφαδάζει τις νύχτες, ζει σαν αλήτης, έτσι που η γειτονιά τον βαφτίζει επικίνδυνο και οργανώνεται για να τον διώξει. Οπως ο ζωγράφος που τυφλώθηκε στα 26 του και βρέθηκε εξαρτημένος, με την αξιοπρέπειά του κουρελιασμένη, και με τη γυναίκα του να τον αντιμετωπίζει όχι πια με έρωτα αλλά με μίσος και οργή. Οταν όμως θα της ζητήσει να τον εγκαταλείψει, εκείνη θα βρεθεί δέσμια της κοινωνικής ηθικής που την κατηγορεί για αχάριστη, πουτάνα και κακιά, οπότε θα αποκτήσει εραστή. Εκείνος, 50άρης πια, θα το συνηθίσει κι αυτό, αλλά τότε εκείνη θα αρρωστήσει. Και παραμονές του θανάτου της, θα υποφέρουν κι οι δύο. Εκείνη «για το μέλλον που δεν ήρθε ποτέ», εκείνος επειδή δεν θα μπορεί να θυμηθεί το πρόσωπό της…